Στον τόπο, όπου δημιουργήθηκαν, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες ενός πολιτισμού, στο αποκορύφωμα της πολιτικής ωρίσμανσής του. Κι αν -για τους «γνωστούς»- η επιστροφή των Γλυπτών αξιολογείται, ιδεολογικά, ως «επιτομή του εθνικισμού των συντηρητικών δυνάμεων», για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι ταυτοτική. Ο Παρθενώνας δεν είναι ένα ακόμη αρχαίο μνημείο που οι αναλογίες, ο διάκοσμος και τα μέλη του συναποτελούν μοναδικό υπόδειγμα στην αρχιτεκτονική και γλυπτική έκφραση της ιδέας του κάλλους. Είναι η έκφραση της μετουσίωσης σε τέχνη της ιδέας της Δημοκρατίας, στον «χρυσό αιώνα» του Περικλέους. Η καθολική ιδεολογική ταυτοποίησή του με τη γέννηση της Δημοκρατίας το καθιστά μοναδικό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco και σήμα κατατεθέν της.
ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΑ η διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Πριν ανακτήσει η Ελλάδα την ελευθερία της, φιλέλληνες, βλέποντας να φτάνουν στη Βρετανία τα Γλυπτά του Παρθενώνα -ξεριζωμένες μετόπες, σπασμένα τμήματα ζωοφόρου και ανάγλυφα-, «θύματα» της αρχαιοληστείας του Ελγιν, ύψωσαν φωνές διαμαρτυρίας τόσο στη Βουλή των Λόρδων όσο και αρθρογραφώντας στον τύπο της εποχής. Το ζήτημα της κλοπής των Γλυπτών που την εποχή εκείνη αποκλήθηκαν «ελγίνεια» -μνημόνευση του ονόματος του άπληστου αρχαιοκάπηλου που εγκλημάτησε, κατατεμαχίζοντας το μνημείο, αποβλέποντας στην αποπλήρωση των χρεών του, προς το βρετανικό δημόσιο- απασχόλησε, εις μάτην, την Ελλάδα μόλις απέκτησε υπόσταση κράτους. Τη δεκαετία του ‘80 ετέθη το ζήτημα από τη Μελίνα Μερκούρη. Η ουσιαστική, συστηματική, συγκροτημένη και επίμονη διεκδίκηση της επιστροφής τους ξεκίνησε ταυτόχρονα με την ανάληψη της διακυβέρνησης της Ελλάδας από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ που πέρασαν, καταβλήθηκε υπεράνθρωπη προσπάθεια για να επανέλθει δυναμικά το ζήτημα της διεκδίκησης, στη διεθνή επικαιρότητα. Η ανατροπή της μακρόχρονης στάσης του βρετανικού τύπου -κορυφαίο παράδειγμα οι «Times»- αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ της επανένωσης των Γλυπτών, επέβαλε σε ανάλογα ιδρύματα να επανεξετάσουν την ηθική και του τρόπου της απόκτησης και κατοχής αλλότριων τεχνουργημάτων. Το γεγονός ότι το Βρετανικό Μουσείο αυτοαποκαλείται «Οικουμενικό», δεν το καθιστά λιγότερο εκτεθειμένο στα μάτια της Οικουμένης. Πολλώ δε μάλλον όταν η Ελλάδα, αποτελώντας μία από τις χώρες που παρέχουν στο Βρετανικό Μουσείο τη δυνατότητα να ισχυρίζεται ότι «εκθέτει ολοκληρωμένες συλλογές στη διαχρονία της ελληνικής αρχαίας τέχνης» ζητά την επιστροφή μόνον των Γλυπτών, την οποία απαιτεί η ολότητα του μνημείου. Η Ελλάδα, όπως μυριάκις έχει τονιστεί, δεν αποδέχεται ούτε συμβιβάζεται με την αποδοχή της κυριότητας συλημένων θησαυρών της, από μικρά και μεγάλα μουσεία του κόσμου.
ΚΑΤΑΘΕΤΩ αυτές τις σκέψεις για το ζήτημα των Γλυπτών όχι επειδή επισταμένως ασχολούμαι, από το 1983, με το ζήτημα. Αλλά επειδή οι αλλεπάλληλες δηλώσεις των διευθυντών του Βρετανικού Μουσείου -όπως η χθεσινή, του επί προθεσμία, διευθυντή Μαρκ Τζόουνς- γίνονται μάλλον για λόγους επικοινωνίας, πιστεύοντας ότι έτσι θα ανακτήσουν την αξιοπιστία και το χαμένο έδαφος της ηθικής των συλλογών τους, στο παγκόσμιο κοινό: Προσφέρουν τον δανεισμό των Γλυπτών στη χώρα που ανήκουν; Preposterous, όπως οι ίδιοι θα έλεγαν.
ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ της αρετής: Ακολουθήθηκε από το Μουσείο Salernas, του Παλέρμο: Τα Γλυπτά να επανενωθούν με τα αδελφά τους, στο Μουσείο Ακροπολέως, ως Deposita. Τα συνακόλουθα είναι ζήτημα έντιμης πολιτιστικής συμφωνίας. Η Ελλάδα έχει δώσει ανάλογες πλείστες αποδείξεις.