ΤΟ 1993, ξεκινούσε η δημιουργία νέου τμήματος, με επιστημονικό αντικείμενο τη Δημοσιογραφία. Κρίθηκα, ομόφωνα, ότι είχα τα προσόντα για να προσφέρω. Πίστευα ότι στην ακαδημαϊκή κοινότητα έχεις την ευκαιρία να συνυπάρξεις με καλλιεργημένους ανθρώπους, να συζητήσεις ελεύθερα τους προβληματισμούς σου, να εκφράσεις αντίθετες απόψεις σε έναν εποικοδομητικό διάλογο που σου ανοίγει δρόμους να βρεις ακόμη και νέους τρόπους στη διδασκαλία του αντικειμένου σου.
ΑΝ ΑΦΙΕΡΩΝΑ λίγο χρόνο να καταθέσω τις εμπειρίες μου -έστω και ως μυθοπλασία-, το βιβλίο θα έκανε εκδοτική επιτυχία, με όσα απίστευτα, επώδυνα έζησα στην παντοδυναμία -αλλοπρόσαλλων ιδεολογικά- αναρχικών μειοψηφιών που συνεργάζονταν με «συναδέλφους» προς εξόντωση όσων δεν κατείχαν αριστερόφρονες περγαμηνές, δεν δέχονταν την κηδεμονία τους. Δεν αξίζει καν ο κόπος. Πιστέψτε με…
ΩΣΤΟΣΟ, η ασυλία που παρείχε το ΑΠΘ, όχι, βέβαια, στην ανταλλαγή ιδεών, στην όσμωση ιδεολογικών ρευμάτων, στην ελεύθερη έκφραση, αλλά στη βία, στην εμπορία ναρκωτικών και όπλων, στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών -υποθέσεις ποινικού δικαίου, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες, που δεν τολμούσε κανείς να διασχίσει το campus- ήταν τρομακτική. Ομάδες κρούσης αναρχικών, σε συνεργασία με τις μικρές μειοψηφίες αριστεριστών φοιτητών, σταματούσαν το μάθημα.
ΕΔΙΩΧΝΑΝ ΒΙΑΙΑ μέλη επιτροπών κρίσης καθηγητών. Διέλυαν τη Σύγκλητο -δεν τους άρεσαν τα θέματα της ημερήσιας διάταξης- κι έστελναν πρυτάνεις στο νοσοκομείο. Απαιτούσαν να κατεβεί ο καθηγητής από την έδρα να «ενημερώσουν τους συναδέλφους για δράσεις». Οποιος «τους ενοχλούσε», με βαριοπούλες έσπαγαν την πόρτα του γραφείου κι έκαναν έπιπλα, βιβλιοθήκες και κομπιούτερ… χαρτοπόλεμο. Εκτιζαν και τοίχους. Ανεμπόδιστοι, χωρίς επιπτώσεις, χωρίς παραπομπές «των παιδιών» στο Πειθαρχικό, όχι χάριν ασυλίας, αλλά της τρομοκρατίας που ασκούσαν. Στο Διαδίκτυο οργίαζε η «δολοφονία» χαρακτήρων με τερατώδη ψέματα που «καλοί συνάδελφοι»-συνοδοιπόροι τα έκαναν «ειδήσεις».
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
ΚΑΝΟΝΤΑΣ τηλεοπτική συνέντευξη στον αείμνηστο πρύτανη του ΕΜΠ, Θέμο Ξανθόπουλο, στην αυλή του Ιδρύματος, ξαφνικά μου λέει: «Στοπ! Να μην περάσουμε από αυτόν τον χώρο. Τον κατέχουν, από το 1974, αναρχικοί και θα μας πετάξουν πέτρες, μέχρι ό,τι φαντάζεσαι». Σε σύγκριση με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο που κρέμασαν ταμπέλα στον λαιμό του πρύτανη, μικρό πράγμα! Μάθαμε ποτέ αν για τη διαπόμπευσή του τα καλόπαιδα αποπέμφθηκαν από το Πειθαρχικό; Ελάτε τώρα!
ΑΥΤΟΙ ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ περισσότεροι είναι οι λόγοι για τους οποίους ένθερμα υποστηρίξαμε τη δημιουργία της πανεπιστημιακής αστυνομίας, πιστεύοντας ότι με την παρουσία της, το πανεπιστήμιο θα μπορούσε να ελέγξει τα του… πανεπιστημίου. Απλά πράγματα: Να γίνουν προσβάσιμες οι αίθουσες, οι βιβλιοθήκες, τα εργαστήρια «χτυπώντας» φοιτητική κάρτα, όπως σε ΟΛΑ τα ανώτατα ιδρύματα παγκοσμίως. Να πάψουν τα πάρτι διάλυσης αιθουσών και κλοπής πανάκριβων υλικών. Να αποδοθούν οι κοινόχρηστοι χώροι, χωρίς το όνειδος της βρομιάς των τοίχων, των χυδαίων συνθημάτων, της καταστροφής των τουαλετών. Να μη δέρνουν φοιτητές, επειδή, περνώντας από «τα επίσημα» στέκια των αναρχικών, τους… στραβοκοίταξαν. Να μην απειλείται η πλειοψηφία των φοιτητών που έχουν στόχο τις σπουδές τους, να κερδίσουν τη ζωή τους.
ΠΙΣΤΕΥΩ στον πρωθυπουργό που δήλωσε: «Μας δυσκόλεψε στην υλοποίηση ο θεσμός της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας. Δεν κάνουμε πίσω, ώστε να έχουμε ασφάλεια στα πανεπιστήμια»…
Κύριε πρωθυπουργέ, μην υποχωρήσετε στον ΣΥΡΙΖΑ και στους μπαχαλάκηδες: «Μεγάλη αναταραχή, ωραία κατάσταση»…