Οι αναλυτές της σύγχρονης οικονομικής Ιστορίας της Ελλάδας θα αφιερώσουν πολλά κεφάλαια στις πράξεις και αποφάσεις των δύο πολιτικών, που μπορεί να είχαν ως κοινή αφετηρία την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, αλλά ακολούθησαν εντελώς διαφορετικές διαδρομές.
Ο Ζακ Ντελόρ στα καθ’ ημάς συνδέθηκε με τα «πακέτα» που έρρεαν στις οικονομίες του Νότου εν ονόματι της σύγκλισης με τους πλούσιους του Βορρά. Στη δεκαετία του ’80 η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο, σε σχέση με το κατά κεφαλήν εισόδημα, από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία ή τη Φινλανδία. Τώρα η διαφορά είναι χαώδης σε βάρος μας με εξαίρεση την Πορτογαλία, που και αυτή που μας ξεπερνά αλλά όχι σε αξεπέραστα επίπεδα.
Επί Ντελόρ η ελληνική οικονομία πριμοδοτήθηκε με πακτωλούς χρημάτων που προορίζονταν για το μετασχηματισμό της αγροτικής παραγωγής, τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και την ενίσχυση των βιομηχανιών. Δυστυχώς τότε η διάθεση κονδυλίων, σε μεγάλο βαθμό επιδοτήσεων ή χαμηλότοκων δανείων, δεν συνδέθηκε με συγκεκριμένα οικονομικά ορόσημα, όπως συνέβη την εποχή των Μνημονίων. Οι Βρυξέλλες δεν είχαν αναπτύξει τις δομές με τις οποίες είναι εξοπλισμένες σήμερα οι οικονομικοί και ελεγκτικοί μηχανισμοί της, τα χρήματα δίδονταν κατά βάση με πολιτικές δεσμεύσεις. Και ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν άριστος στις διαπραγματεύσεις από την εποχή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, η έγκριση των οποίων είχε προκαλέσει την οργή της Μάργκαρετ Θάτσερ, χωρίς όμως ποτέ να ασχοληθεί σοβαρά με την αξιοποίηση των κονδυλίων.
Αντιθέτως, καλλιέργησε τις πελατειακές σχέσεις και μοίραζε λεφτά, δανεικά και αγύριστα, εν ονόματι του «δίκαιου των συνδικαλιστών». Ο Παπανδρέου δεν χρησιμοποίησε την τεράστια λαϊκή απήχηση που διέθετε και τις ακαδημαϊκές του περγαμηνές για να χτίσει συνειδήσεις προκοπής, έδωσε γην και ύδωρ σε εργατοπατέρες, επιβράβευσε το δικαίωμα στην τεμπελιά και στην αργομισθία. Εκεί χάθηκε το παιχνίδι για την ελληνική οικονομία.
Αν επί Ντελόρ είχαμε Μνημόνιο, δηλαδή τα κονδύλια θα δίδονταν με βάση συγκεκριμένες δεσμεύσεις, μάλλον θα αποφεύγαμε τη χρεοκοπία και το επώδυνο «πακέτο» του Σόιμπλε. Τα χρήματα από τα «πακέτα Ντελόρ» έγιναν πολυτελή αυτοκίνητα και βίλες, ξοδεύτηκαν σε επαρχιακά μπουζουξίδικα και «χαρτούρες» στις τραγουδίστριες, σπαταλήθηκαν σε έργα που δεν τελείωσαν ποτέ, σε προμήθειες με μίζες και πανωτόκια.
Οσο για τις ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής, γύριζαν θριαμβευτικά από τις Βρυξέλλες ανακοινώνοντας κάθε τόσο πως «πετύχαιναν» την εξαίρεση της χώρας μας από την εφαρμογή κοινοτικών οδηγιών. Θεωρούσαν κατόρθωμα το γεγονός ότι, αντί να ενσωματώσουμε τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές, στριμωχνόμασταν στην εθνική μας απομόνωση.
Το τίμημα της σπατάλης το πληρώσαμε ακριβά και με τόκο κατά την περίοδο της μνημονιακής περιπέτειας. Ολοι καταλάβαμε ότι «δωρεάν γεύματα» δεν δίδονται από κανέναν, ούτε καν από τον θεωρητικό της ευρωπαϊκής ενοποίησης και γνήσιο φιλέλληνα Ζακ Ντελόρ. Κάποτε έρχεται η στιγμή που ο λογαριασμός θα φτάσει στο τραπέζι και στο ταμείο θα βρίσκεται ένας Σόιμπλε, που δεν αστειεύεται και δεν διστάζει να πετάξει έξω από το «μαγαζί» μία χώρα που δεν πλήρωσε τα σπασμένα των περασμένων δεκαετιών.
Τουλάχιστον ας διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος για να μην τα επαναλάβουμε. Ούτε με Ντελόρ ούτε με Σόιμπλε.