«Μία χωριάτικη σαλάτα κοστίζει στους επαγγελματίες γύρω στα 3,3 ευρώ και φτάνει στα τραπέζια των πελατών από 10 έως και 15 ευρώ.
Για μία μερίδα χοιρινή μπριζόλα με πατάτες το συνολικό κόστος φτάνει τα 2,17 ευρώ. Ωστόσο, στα καταστήματα εστίασης το πιάτο στοιχίζει από 8,5 έως και 10 ευρώ.
Μία μερίδα μπιφτέκι μοσχαρίσιο των 200 γραμμαρίων με πατάτες, για την οποία οι πελάτες θα πρέπει να πληρώσουν από 8 έως 10 ευρώ, το πραγματικό κόστος για τους εστιάτορες δεν ξεπερνά τα 3 ευρώ.
Μία μερίδα μακαρόνια με σάλτσα ντομάτας (ναπολιτάνα) σερβίρεται σε ένα εύρος τιμών από 7 έως 9 ευρώ, ενώ για την παρασκευή της δεν απαιτείται πάνω από 1 ευρώ.
Μία μερίδα τηγανητές πατάτες των 250 γραμμαρίων κοστίζει ακόμα και 5 ευρώ, όταν το κιλό στη λιανική πωλείται μόλις 0,83 ευρώ. Δηλαδή, το κόστος για το πιάτο είναι μόλις 0,20 ευρώ συν το κόστος για τα έλαια που χρησιμοποιούν, που δεν ξεπερνά τα 0,50 ευρώ».
Τα παραπάνω είναι ευκολονόητο ότι δεν αποτελούν μέρος του προβλήματος της ακρίβειας. Απλά στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται και κάποιοι κερδοσκοπούν χωρίς έλεος.
Φυσικά και δεν πέφτουμε από τα σύννεφα καθώς όλοι έχουμε βρεθεί στην δυσάρεστη θέση να πληρώσουμε πολύ παραπάνω από την πραγματική αξία πράγματα που παραγγέλνουμε και θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος για να ελεγχθούν οι τιμές όπως γίνεται στα σούπερ μάρκετ.
Βέβαια στην περίπτωση των εστιατορίων το πρόβλημα του ελέγχου είναι πολύ πιο δύσκολο και το πρώτο που θα πρέπει να κάνουμε εμείς οι καταναλωτές είναι να επιλέγουμε το που θα πάμε και να προσέχουμε αν αυτό που σερβίρεται αξίζει ή όχι την τιμή στην οποία μας προσφέρεται.
Αυτό είναι το πρώτο και σημαντικό βήμα που πρέπει να γίνει ώστε να κλείσει η ψαλίδα των τιμών που στις παραπάνω περιπτώσεις δεν δικαιολογείται από τα αυξημένα έξοδα των επιχειρήσεων που φυσικά είναι ένα σημαντικό πρόβλημα στην εστίαση.