Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Από τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα μέχρι τα φάρμακα και τις πηγές ενέργειας, κάθε παραγωγική μονάδα είναι πολύτιμη για την ασφάλεια και τις προοπτικές των κρατών.
Ταυτόχρονα, με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι η Ελλάδα δεν έχει αυτάρκεια σε ένα από τα σημαντικότερα υλικά για τη διατροφή των πολιτών, όπως είναι το μαλακό σιτάρι, από το οποίο παράγεται το ψωμί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Γιώργος Γεωργαντάς, οι ετήσιες ανάγκες της χώρας μας σε μαλακό σίτο φτάνουν τους 900.000 τόνους, από τους οποίους το 30% εισάγεται από Ουκρανία και Ρωσία, ενώ ένα πρόσθετο 5% προέρχεται από τη Μολδαβία, που επίσης έχει προβλήματα εξαγωγών. Η Ελλάδα σε μαλακό σιτάρι παράγει μόλις το 10% των αναγκών της, σε αντίθεση με το σκληρό όπου υπάρχει πλήρης επάρκεια.
Το εντυπωσιακό είναι ότι πριν από 65 χρόνια η χώρα μας είχε πετύχει για πρώτη φορά την κάλυψη των αναγκών της σε μαλακό σιτάρι χωρίς να απαιτούνται εισαγωγές, τότε ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες του Κατοχικού λιμού και οι πολιτικές ήταν στραμμένες στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Από τη δεκαετία του ’70 μέχρι και το 1985, υπήρχε πλεόνασμα και δυνατότητα εξαγωγών μαλακού σιταριού, ωστόσο από τότε σημειώνεται ραγδαία μείωση της καλλιέργειας και αύξηση του σκληρού. Οι υψηλές επιδοτήσεις για άλλες καλλιέργειες αλλά και η «χαλαρή» αντιμετώπιση της αγροτικής παραγωγής λόγω των γενναίων κοινοτικών κονδυλίων που επιχορηγούσαν στρέμματα και όχι το τελικό αποτέλεσμα της συγκομιδής αποτελούν ορισμένους από τους λόγους εγκατάλειψης του «ταπεινού» σιταριού.
Το έλλειμμα στα δημητριακά και ιδίως σε κρίσιμα για τις διατροφικές ανάγκες είδη όπως είναι το σιτάρι και το κριθάρι καλύπτεται από εισαγωγές εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, οι οποίες ορισμένες φορές δεν πληρούν όλα τα ποιοτικά κριτήρια και τους ελέγχους που ορίζονται για την εγχώρια παραγωγή.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Χαμηλή αυτάρκεια, κάτω του 40%, διαπιστώνεται και στα όσπρια. Είναι σαφές λοιπόν ότι απαιτείται μία αναδιάταξη της παραγωγής ώστε σε εκτάσεις όπου σήμερα καλλιεργούνται άλλα προϊόντα στα οποία είμαστε πλεονασματικοί να παραχθούν είδη όπου διαπιστώνεται έλλειμμα ώστε να πετύχουμε πλήρη επάρκεια.
Το ζήτημα δεν είναι απλό, απαιτείται ενίσχυση συνολικά της αγροτικής παραγωγής με βάση τα εργαλεία που δίνει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ενωση για να μπουν νέοι αγρότες στον πρωτογενή τομέα και να υπάρχουν βιώσιμες επενδύσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με παραγωγούς, για να δημιουργηθεί μία θέση εργασίας στην ύπαιθρο με ταυτόχρονη μεταποίηση προϊόντων απαιτούνται μόλις 6.000 ευρώ έναντι πολλαπλάσιου ποσού για τον τουρισμό, καθώς, για παράδειγμα, εάν φυτέψεις σιτηρά ή βιομηχανική ντομάτα, μπορείς να έχεις παραγωγή μέσα σε 6 μήνες.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτούργησε ως ένα «καμπανάκι» για την ανάγκη αύξησης της εγχώριας αγροτικής παραγωγής και ενίσχυσης της βιομηχανίας. Μέσα από τα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και από τη νέα κοινή αγροτική πολιτική είναι πλέον ζωτικής σημασίας να στηριχθούν αγροτοκτηνοτροφικές μονάδες, να συνδεθούν βιοτεχνίες και βιομηχανίες με τοπικά επιχειρηματικά δίκτυα και να προωθηθούν τα προϊόντα μέσω του τουρισμού ώστε να μην ξαναχρειαστεί να ψάχνουμε σε Ουκρανία και Ρωσία σιτάρι που θα μπορούσαμε να παράγουμε στους κάμπους της Ελλάδας όπως έκαναν οι παππούδες μας.
Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr