Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος
Προκλητική καθυστέρηση
Αυτή τη φορά δεν κινδυνεύουμε εξαιτίας μιας μετωπικής αντιπαράθεσης μεταξύ της κυβέρνησης και της ευρωζώνης, ανάλογη με εκείνη του πρώτου εξαμήνου του 2015, αλλά εξαιτίας της διαπραγματευτικής τακτικής του κ. Τσίπρα και του κ. Τσακαλώτου που οδηγεί στην προκλητική καθυστέρηση της δεύτερης αξιολόγησης.
Ο αρχικός προγραμματισμός, που έχει την υπογραφή του πρωθυπουργού κ. Τσίπρα, προέβλεπε το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης τον Φεβρουάριο του 2016 για να υπάρχουν τα χρονικά περιθώρια να ολοκληρωθεί η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου μέχρι τον Αύγουστο του 2018 με βάση το χρονοδιάγραμμα που συμφωνήθηκε τον Ιούλιο του 2015.
Από τον περασμένο Σεπτέμβριο διάφοροι κυβερνητικοί παράγοντες ανακοινώνουν ότι επίκειται το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και παραθέτουν ποσοστά εφαρμογής των προαπαιτούμενων μέτρων που αγγίζουν το 95%. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε τον υπουργό Οικονομικών, κ. Τσακαλώτο, να παραδεχτεί με κάθε επισημότητα, σε επιστολή που έστειλε προ εβδομάδων στο Eurogroup, ότι έχει εφαρμοστεί μόλις το 1/3 των προαπαιτούμενων μέτρων για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Ο δημόσιος διάλογος αναπτύσσεται τώρα γύρω από το αν θα κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση τον Απρίλιο ή τον Μάιο προκειμένου να αποδεσμευτεί η προβλεπόμενη δόση αμέσως μετά και να μπορέσει στη συνέχεια το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει ένα ποσό της τάξης των 7 δισ. ευρώ στους πιστωτές του τον Ιούλιο, ώστε να αποφύγει το πιστωτικό γεγονός και την αναγκαστική έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Οσο μεγαλώνει η καθυστέρηση και φτάνουμε στο όριο του Μαΐου τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες για ένα πολιτικό ατύχημα που θα μας οδηγήσει στη χρεοκοπία με φοβερές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Δεν είναι βέβαιο ότι η διαπραγματευτική ομάδα της κυβέρνησης είναι σε θέση να ολοκληρώσει με επιτυχία τις συνεννοήσεις, δεν είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ αντέχουν να πάρουν τις αναγκαίες δύσκολες αποφάσεις και δεν είναι βέβαιο ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα βρουν το χρόνο και την ενέργεια να λύσουν και αυτό το ελληνικό σταυρόλεξο σε μια περίοδο κατά την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλες προκλήσεις και μπορεί να έχουν άλλες προτεραιότητες.
Θεωρώ ότι οι πιθανότητες για ένα πολιτικό ατύχημα, για τους λόγους που ανέφερα, είναι της τάξης του 20%-30% και είναι υποχρέωση της κυβέρνησης να κάνει τις αναγκαίες κινήσεις για να προστατεύσει τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά μας.
Η μεγάλη σύγχυση
O πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, και ο υπουργός Οικονομικών, κ. Τσακαλώτος, οδήγησαν την κυβέρνηση σε ένα διαπραγματευτικό λαβύρινθο και δεν είναι βέβαιο ότι γνωρίζουν πώς να τη βγάλουν από αυτόν.
● Πρώτον, επένδυσαν πολλά στις υπαρκτές διαφωνίες μεταξύ ΔΝΤ και Eurogroup και έκαναν λάθος πολιτικής εκτίμησης, εφόσον η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες συνεννοήθηκαν, σε γενικές γραμμές, για τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης.
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
● Δεύτερον, ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας προβοκάρισε τους εταίρους και τους πιστωτές δίνοντας χριστουγεννιάτικο βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους, με κόστος 617 εκατ. ευρώ για τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ενώ ήταν σε πλήρη εξέλιξη η διαπραγμάτευση για το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό. Με την πρωτοβουλία που πήρε ενίσχυσε τη θέση των «σκληρών» του ΔΝΤ, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η επιδότηση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος από τον Κρατικό Προϋπολογισμό κινείται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να εμποδίζονται η δημοσιονομική εξυγίανση, η σταθερή και δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας και να υπονομεύεται η βιωσιμότητα του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου. Η κυβέρνηση Τσίπρα βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με την απαίτηση των πιστωτών για δραστική μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων και το μόνο που επιδιώκει είναι να τη μεταθέσει χρονικά προκειμένου να εξυπηρετηθεί πολιτικά.
● Τρίτον, η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες και προχώρησε σε σαρωτικές αυξήσεις της φορολογίας για να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους που έθεσε από κοινού με τους εταίρους και τους πιστωτές. Οι δημόσιες δαπάνες δεν μειώνονται, απλά ετεροχρονίζονται, το κόστος του μισθολογίου του Δημοσίου αυξάνεται, ενώ, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ανεξάρτητων ειδικών, αυξάνονται και οι μέσες αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων εξαιτίας του μαζικού βολέματος των κομματικών στελεχών και του σκληρού πυρήνα της εκλογικής πελατείας.
Από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν συμπεριλαμβάνει στο μίγμα οικονομικής πολιτικής τη σοβαρή μείωση των δημόσιων δαπανών, οι πιστωτές ζητούν την επιβολή πρόσθετων φορολογικών βαρών, μέσω της σημαντικής μείωσης του αφορολόγητου ορίου, που θα φέρει τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Η αρχική πρόταση του ΔΝΤ συνδυάζει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για να αποτραπεί η ισοπεδωτική υπερφορολόγηση των μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων. Απ’ ό,τι φαίνεται, η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε μεγάλη μείωση του αφορολόγητου ορίου χωρίς ανάλογη μείωση των φορολογικών συντελεστών, με αποτέλεσμα να προκληθούν νέες οικονομικές δυσλειτουργίες.
Το ανύπαρκτο κεκτημένο
● Τέταρτον, η κυβέρνηση έχει περιέλθει σε διαπραγματευτικό αδιέξοδο και σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των εργασιακών κανόνων. Αντί να μπει στην ουσία της διαπραγμάτευσης, να δεχτεί ορισμένες αναγκαίες αλλαγές που περιορίζουν τις συνδικαλιστικές, συντεχνιακές υπερβολές και να αποφύγει άλλα μέτρα τα οποία είναι υπερβολικά σκληρά, καλύπτεται πίσω από γενικότητες, όπως είναι η προάσπιση του κοινωνικού κεκτημένου στις εργασιακές σχέσεις.
Στην πράξη το κοινωνικό κεκτημένο στις εργασιακές σχέσεις έχει σταματήσει να υφίσταται στην Ελλάδα λόγω των ακραίων συνθηκών που έχει δημιουργήσει η μεγάλης διάρκειας και έντασης κρίση. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι να πάει να δώσει η κυβέρνηση μία ακόμη διαπραγματευτική και πολιτική μάχη με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές την οποία είναι βέβαιο ότι θα χάσει, αλλά να έρθει σε συνεννόηση μαζί τους με έναν τρόπο που θα κάνει πιο ανταγωνιστική την οικονομία χωρίς να δημιουργεί ή να διατηρεί συνθήκες εργασιακής ζούγκλας.
● Πέμπτον, η κυβέρνηση καθυστερεί, για τους δικούς της λόγους, τις διαρθρωτικές αλλαγές, όπως είναι η προγραμματισμένη απελευθέρωση της αγοράς της ενέργειας και οι ιδιωτικοποιήσεις. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις κινούμαστε μεταξύ φάρσας και τραγωδίας, γιατί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην προσπάθειά της να στηρίξει τη βιωσιμότητα του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου, έχει προϋπολογίσει τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις για την τριετία 2016-2018 σε 18 δισ. ευρώ -ένα υπερβολικά υψηλό ποσό-, ενώ το κατά κανόνα αυστηρό και απαισιόδοξο ΔΝΤ τα εκτιμά σε μόλις 3 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση δεν κάνει καμία προσπάθεια να καλύψει την τεράστια διαφορά προωθώντας σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις γρήγορα και αποτελεσματικά και είναι βέβαιο ότι θα επικρατήσουν τελικά οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τη μη βιωσιμότητα του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου.
Είναι πολύ δύσκολο να βγει η κυβέρνηση από το διαπραγματευτικό λαβύρινθο στον οποίο την έβαλαν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Τσακαλώτος με τη σκόπιμη καθυστέρηση, τη διπλή πολιτική γλώσσα, τις επικίνδυνες μπλόφες, τη φοβερή προχειρότητα και τα παραμύθια για τα υποτιθέμενα αντίμετρα που συνεχίζουν την παράδοση της μυθοπλασίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία μας έδωσε, μεταξύ των άλλων, το ανύπαρκτο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και το επίσης ανύπαρκτο παράλληλο πρόγραμμα που θα εξουδετέρωνε τις συνέπειες από την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου. Τα χρονικά περιθώρια όμως τελειώνουν και οι δύο ισχυροί άνδρες της κυβέρνησης έχουν υποχρέωση να λύσουν το πρόβλημα που δημιούργησαν.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής