Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Απαράδεκτη καθυστέρηση
Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου επρόκειτο να κλείσει πριν από ένα χρόνο. Τόσο μεγάλη καθυστέρηση δεν δικαιολογείται, γιατί καθιστά αδύνατη την ολοκλήρωση της εφαρμογής του προγράμματος-Μνημονίου μέχρι τον Αύγουστο του 2018.
Η κυβέρνηση δεν έχει πλέον αρκετό χρόνο στη διάθεσή της για να οργανώσει την έξοδο του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές, πρώτα δοκιμαστικά -όπως την άνοιξη του 2014- και μετά σε μεγάλη κλίμακα και με πολύ χαμηλά επιτόκια. Ολα δείχνουν ότι δεν προλαβαίνουμε να απεξαρτηθούμε από τους πιστωτές μας μέχρι τον Αύγουστο του 2018 και γι’ αυτό θα υποχρεωθούμε να ζητήσουμε παράταση του προγράμματος-Μνημονίου χωρίς να γνωρίζουμε αν οι πολιτικές συνθήκες στην Ε.Ε. επιτρέπουν στις κυβερνήσεις των κρατών της ευρωζώνης να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος.
Πρόβλημα αξιοπιστίας
Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του δεν φρόντισαν να αντιμετωπίσουν την κρίση αξιοπιστίας που δημιουργήθηκε εις βάρος της κυβέρνησης μετά το ριζοσπαστικό πείραμα Τσίπρα-Βαρουφάκη το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Η μεγάλη καθυστέρηση στην αξιολόγηση χάλασε το οικονομικό, επιχειρηματικό κλίμα στην Ελλάδα και μπορεί να οδηγήσει στη διάψευση των εκτιμήσεων για δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας το 2017. Οι πολιτικές εξελίξεις μάς στέρησαν την ανάπτυξη που προέβλεπε για το 2015 και το 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι χειρισμοί του κ. Τσίπρα θα αποδυναμώσουν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το αναπτυξιακό 2017.
Η μεγάλη καθυστέρηση στην αξιολόγηση δημιούργησε νέα προβλήματα συνεννόησης με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές. Η απόφαση της κυβέρνησης να δεχθεί τη διατήρηση του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα για μερικά χρόνια μετά το 2018, χωρίς όμως να εξηγεί πώς ακριβώς θα επιτύχει το φιλόδοξο δημοσιονομικό στόχο, αντιμετωπίζεται από ορισμένους Ευρωπαίους εταίρους σαν ένα ακόμη δείγμα της έλλειψης αξιοπιστίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. Από τη μια, υπογράφει τα πάντα και, από την άλλη, αποφεύγει να εξηγήσει στον ελληνικό λαό τις βασικές επιλογές της. Συνεχίζεται έτσι η λεγόμενη έλλειψη ιδιοκτησίας του προγράμματος -με την κυβέρνηση να προσποιείται ότι δεν έχει σχέση με την πολιτική που έχει δεχθεί-, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κρίση αξιοπιστίας και να περιορίζεται η αποτελεσματικότητα των οικονομικών μέτρων.
Οι σχέσεις της κυβέρνησης με το ΔΝΤ επιδεινώθηκαν και εξαιτίας της απόφασης του πρωθυπουργού κ. Τσίπρα να προχωρήσει στην καταβολή του χριστουγεννιάτικου βοηθήματος στους χαμηλοσυνταξιούχους χωρίς να προηγηθεί ο επίσημος υπολογισμός του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος και να υπάρξει κάποια συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές. Η χορήγηση του χριστουγεννιάτικου επιδόματος σε μια περίοδο κατά την οποία εξελισσόταν η συζήτηση για τον περιορισμό του κόστους του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού προγράμματος, θεωρήθηκε από το ΔΝΤ μία ακόμη απόδειξη της έλλειψης αξιοπιστίας που χαρακτηρίζει τον κ. Τσίπρα και τους συνεργάτες του. Ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να ικανοποιήσει βασικές κοινωνικές ανάγκες σε συνεννόηση με τους εκπροσώπους των θεσμών και με έναν τρόπο που δεν θα ανέτρεπε τον οικονομικό σχεδιασμό, όπως για παράδειγμα την ταχύτερη χρηματοδότηση και εφαρμογή του μέτρου του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, το οποίο προωθούν οι εκπρόσωποι των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Λάθος ερμηνεία
Την κατάσταση περιέπλεξε η αδυναμία του Μαξίμου να αναλύσει σωστά τις ευρωπαϊκές και τις διεθνείς εξελίξεις. Επικράτησε η άποψη ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις αντιθέσεις μεταξύ του ΔΝΤ, από τη μία πλευρά, και των κυβερνήσεων των περισσότερων κρατών της ευρωζώνης, από την άλλη, για να περάσει τις απόψεις της. Αυτή η υπεραισιόδοξη εκτίμηση -ανάλογη με εκείνες που έκαναν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Βαρουφάκης το πρώτο εξάμηνο του 2015- δεν είχε σχέση με τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων και οδήγησε την κυβέρνηση σε μια σκόπιμη καθυστέρηση της διαπραγμάτευσης, η οποία πρόσφερε το τέλειο άλλοθι σε όσους από τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές ήθελαν να ξεφύγουν από βασικές τους υποχρεώσεις έναντι της Ελλάδας. Αντί να δεχθούν πίεση από την ελληνική πλευρά να φανούν συνεπείς και να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους, βρήκαν την τέλεια δικαιολογία στην επιλογή της κυβέρνησης Τσίπρα υπέρ της καθυστέρησης.
Το χειρότερο είναι ότι ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του δεν μπόρεσαν να αναλύσουν σωστά τι σημαίνουν για την ελληνική πλευρά η επικράτηση του Brexit και η εκλογή του κ. Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Εδειχναν χαρούμενοι με τις τάσεις αποσταθεροποίησης του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος και δεν αντελήφθησαν τους νέους κινδύνους για τα καλώς εννοούμενα ελληνικά συμφέροντα.
Η επικράτηση του Brexit δημιουργεί ένα κακό προηγούμενο στην Ε.Ε. και ευνοεί την τάση που εκδηλώνεται σε ορισμένες από τις πιο αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. να περιορίσουν τις ευρωπαϊκές τους υποχρεώσεις -μεταξύ των οποίων και η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα- και να χαράξουν αυτόνομη πορεία, σε αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος.
Το πέρασμα από τον Ομπάμα στον Τραμπ στέρησε από την Ελλάδα έναν πολύτιμο σύμμαχο, ο οποίος ασκούσε κατά περιόδους πίεση στους Ευρωπαίους εταίρους να δείξουν μεγαλύτερη κατανόηση στις ελληνικές θέσεις και τα προβλήματα. Ο πρόεδρος Τραμπ και οι βασικοί συνεργάτες του δεν ενδιαφέρονται για τη συνέχιση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αντιμετωπίζουν αρνητικά την ευρωζώνη και θεωρούν πως είναι καλύτερο για την Ελλάδα να φύγει από το ευρώ και να επιστρέψει στο εθνικό νόμισμα.
Κι ενώ όλα έδειχναν, από το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016 στο Ηνωμένο Βασίλειο, ότι το ευρωπαϊκό περιβάλλον θα γινόταν πιο δύσκολο για την Ελλάδα, η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να επιταχύνει τις εξελίξεις και να περιορίσει το ρίσκο από την επιδείνωση του ευρωπαϊκού και διεθνούς περιβάλλοντος. Από το περασμένο φθινόπωρο, οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες διαβεβαίωναν ότι είχε κλείσει το 95% της διαπραγμάτευσης για να έρθει πριν από λίγες εβδομάδες ο υπουργός Οικονομικών, κ. Τσακαλώτος, να παραδεχθεί με μία από τις πολυσυζητημένες επιστολές του προς τους θεσμούς ότι έχει εφαρμοστεί μόλις το 1/3 των προαπαιτούμενων.
Η άνοδος της άκρας Δεξιάς
Η διαπραγματευτική θέση της ελληνικής κυβέρνησης γίνεται πιο δύσκολη και εξαιτίας της εντυπωσιακής ανόδου της ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς, η οποία αναμένεται να επιβεβαιωθεί στις εκλογικές αναμετρήσεις στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στη Γερμανία και την Ιταλία.
Η άκρα Δεξιά έχει μετατρέψει σε πολιτικό κεφάλαιο την αντίθεσή της στην είσοδο μεγάλου αριθμού προσφύγων και μεταναστών στην Ε.Ε. και στις αντιρρήσεις της σε ό,τι αφορά τη συνέχιση της χρηματοδότησης του ελληνικού προγράμματος.
Η πολιτική που ακολούθησε το 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα στο προσφυγικό-μεταναστευτικό πολλαπλασίασε τις ροές και πρόσφερε στην ευρωπαϊκή άκρα Δεξιά τη μεγάλη ευκαιρία να αναπτύξει τις δυνάμεις της. Επιπλέον, η σύγκρουση με την ευρωζώνη που μεθόδευσαν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Βαρουφάκης και η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. να προχωρήσει στην αποτελεσματική εφαρμογή των συμφωνηθέντων ενίσχυσαν την επιχειρηματολογία της ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς, σύμφωνα με την οποία οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι θα χάσουν όλα τα λεφτά που δεσμεύονται στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος.
Η κυβέρνηση Τσίπρα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τις συνέπειες από τη δυναμική άνοδο της ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς, την οποία τόσο διευκόλυνε με τα λάθη και τις παραλείψεις της.
* Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής της Ν.Δ.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής