Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Είναι το κύμα της «απορίας» μέσω αποπροσανατολιστικών ερωτήσεων για το χρόνο της καταγγελίας. Μόνο που το σωστό ερώτημα δεν είναι «γιατί τώρα», αλλά «γιατί τότε».
Κάποιοι άλλοι αναρωτιούνται αν γίνεται να υπάρχουν τόσα πολλά περιστατικά. Μήπως είναι υπερβολές; Και όμως, αυτά που τώρα αποκαλύπτονται είναι η κορυφή του παγόβουνου. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο ένα στα 24 περιστατικά βιασμών καταγγέλλεται στις αστυνομικές αρχές. «Περίπου 4.000 βιασμοί, σεξ χωρίς συναίνεση, διαπράττονται ετησίως στη χώρα μας, σύμφωνα με αρμόδια στελέχη της Αστυνομίας και της ιατροδικαστικής υπηρεσίας, δηλαδή περίπου 10 κατά μέσο όρο την ημέρα, αλλά παρ’ όλα αυτά περίπου 200 καταγγέλλονται ετησίως στις αρμόδιες διωκτικές αρχές» (ρεπορτάζ Παναγιώτη Σπυρόπουλου, Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής 24/1/2021). Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, από το 2010 έως το 2020, δηλαδή σε χρονικό διάστημα 11 χρόνων, εκτιμάται ότι οι βιασμοί και οι απόπειρες ανέρχονται σε τουλάχιστον 45.000!
Αν κάπου λοιπόν βοηθάει η δημοσιοποίηση των καταγγελιών από επώνυμα θύματα, είναι η απενοχοποίηση των «ανώνυμων» θυμάτων, που θεωρούν ότι δεν μπορούν να καταγγείλουν αυτό που τους συνέβη γιατί δεν θα βρεθεί κανείς να τα πιστέψει.
Η εμπειρία από την υπόθεση Γουάινσταϊν στο Χόλιγουντ δείχνει πόσο βαθύ και εκτεταμένο είναι το φαινόμενο, πόσο δύσκολο είναι να καταγγελθεί και να αποδειχθεί, αλλά και πόσο δυνατό είναι να αποδώσει καρπούς. Βέβαια, όταν η Τζόντι Κάντορ και η Μέγκαν Τούχι, οι δύο δημοσιογράφοι των «New York Times», ρωτήθηκαν τι τελικά άλλαξε τρία χρόνια μετά την αποκάλυψη της ιστορίας που οδήγησε στο παγκόσμιο κίνημα #Metoo, απάντησαν με κάθε ειλικρίνεια: «Τα πάντα άλλαξαν και τίποτα δεν άλλαξε.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Αν σε ένα φαστ φουντ μια εργαζόμενη παρενοχλείται καθημερινά από το αφεντικό της και αισθάνεται ανήμπορη να αντιδράσει, δεν μπορώ να φανταστώ ότι κάτι άλλαξε. Το βλέπουμε στα παράπονα και τις καταγγελίες των Αφροαμερικανίδων γυναικών ότι δεν τις λαμβάνουν σοβαρά. Η Γκουίνεθ Πάλτροου, η Αντζελίνα Τζολί, η Ασλεϊ Τζουν μίλησαν επώνυμα επειδή ήξεραν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη τους για κάτι καλό. Να μιλήσουν εκείνες ώστε να ακουστούν όλες οι γυναίκες».
Κανένας επαγγελματικός, κοινωνικός και θρησκευτικός χώρος δεν εξαιρείται, κανένας δεν έχει τόση εξουσία ώστε να μείνει ατιμώρητος. Προφανώς βέβαια, όπως πρέπει να συμβαίνει κάθε φορά που καταγγέλλεται ένα έγκλημα, θα πρέπει να ακολουθηθούν οι νόμιμες διαδικασίες, χωρίς λαϊκά δικαστήρια και δημόσιες κρεμάλες. Αλλά και χωρίς προκαταλήψεις για τα θύματα. Δύσκολη εξίσωση, επώδυνη, αλλά όχι άλυτη.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr