Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Η καραντίνα εκτίναξε φαίνεται την παραγωγή σε οικιακούς κουραμπιέδες, εκτίναξε όμως και την ανάγκη για ένα διαφορετικό εορτασμό. Εστω και μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, έστω και με την ψευδαίσθηση της προσιτής πολυτέλειας που προσφέρει μια σαμπάνια από τα ράφια συνοικιακού σούπερ μάρκετ. Τις ίδιες ώρες περίπου, αλλά αρκετά χιλιάδες χιλιόμετρα πιο μακριά, στο εξωτικό Ντουμπάι συγκεκριμένα, οι εκλεκτοί αφρώδεις οίνοι συμπλήρωναν ένα σκηνικό χλιδής και διασκέδασης που μόνο λοκντάουν και έναν πλανήτη παγιδευμένο σε πανδημία δεν θύμιζαν. Ηταν όμως τόσο βαρύ το παράπτωμα, ώστε ακόμα να απασχολεί την πολύβουη κυψέλη των σόσιαλ μίντια;
Οσο περνούν οι μέρες και χωνεύουμε τα γλυκά των γιορτών, καλό είναι να προσπαθήσουμε να δούμε τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Πρακτικά και νομικά μιλώντας, ουδείς παρανόμησε, καθώς τα ταξίδια δεν είναι απαγορευμένα. Επίσης οι ταξιδιώτες υποβλήθηκαν σε τεστ και μπήκαν σε καραντίνα όταν επέστρεψαν, όπως προβλέπεται από το νόμο.
Επιπροσθέτως, κάποιοι εξ αυτών βρίσκονταν ούτως ή άλλως εκεί για επαγγελματικούς λόγους και λογικό είναι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς να βγουν για διασκέδαση ακολουθώντας τα μέτρα που ισχύουν στη χώρα που βρίσκονταν. Να θυμίσουμε ότι στο Ντουμπάι ζουν και εργάζονται περίπου 7.000 Ελληνες, ενώ αρκετοί πηγαινοέρχονται για επαγγελματικούς λόγους. Πιο σημαντικό από όλα; Κάποιοι βρέθηκαν εκεί απλώς και μόνο επειδή μπορούν. Επειδή έχουν την οικονομική δυνατότητα να το πράξουν, χωρίς να προφασίζονται πως εργάζονται.
Ως προς το ηθικό κομμάτι τώρα, η κουβέντα είναι μεγάλη και μάλλον ατελείωτη. Ναι, σε μια εποχή που ο πλανήτης δοκιμάζεται από την πανδημία και η πλειονότητα των πολιτών διαβιεί σε μια βαριά, καταθλιπτική καραντίνα, φαντάζει προκλητικό.
Kινεζική απόβαση στην πίσω αυλή του Τραμπ
Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς: Αυτό που ενόχλησε δεν ήταν η ανάγκη για διασκέδαση και απόδραση, αλλά μια αίσθηση μη σεβασμού στον δημόσιο πόνο. Το γεγονός ότι συνοδευόταν από μία επίδειξη -όχι σε όλες τις περιπτώσεις- πλούτου, έκανε την αντίδραση μεγαλύτερη, προσδίδοντάς της ταξικό πρόσημο.
Ομως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την πραγματικότητα, η οποία δεν είναι άσπρη ή μαύρη. Τον έχουμε ξαναζήσει αυτό το διχασμό, ως κοινωνία εννοώ, τα πρώτα χρόνια των Μνημονίων. Οποιος είχε εργασία και δεν βρισκόταν μια ανάσα από την οικονομική καταστροφή αντιμετωπιζόταν σαν προνομιούχος. Οποιος ήταν επιχειρηματίας που δεν φαλίρισε ή απλώς ήταν και παρέμενε πλούσιος, στοχοποιούνταν σαν να είχε διαπράξει αμαρτία. Σχεδόν φυσιολογική συλλογική αντίδραση θα έλεγε κανείς, αλλά ίσως και λίγο άδικη. Στο κάτω κάτω, ούτε πολιτικοί είναι, που εκ της θέσης τους φέρουν μεγαλύτερη ευθύνη, ούτε τη «Διάπλαση των Παίδων» υπογράφουν.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr