Γράφει ο Γιώργος Κοκκόλης*
Είναι αλήθεια πως από την αρχή της οικονομικής κρίσης ο πολιτικός χρόνος έχει πυκνώσει αισθητά, σε βαθμό που γεγονότα και καταστάσεις που συνέβησαν το 2012 ή το 2015 να φαντάζουν μακρινό παρελθόν στη συλλογική μας αντίληψη. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν πρέπει να ξεχνάμε, διότι δυστυχώς τείνουμε να ερμηνεύουμε την πολιτική με όρους άσπρου-μαύρου, σαν να μην υπάρχουν ενδιάμεσες ποιότητες, σαν οι πολιτικοί να ενσαρκώνουν το απόλυτο καλό ή το απόλυτο κακό.
Με αυτό το σκεπτικό σας καλώ να θυμηθούμε πως ήταν η χώρα αλλά και η Νέα Δημοκρατία πριν ακριβώς ένα χρόνο. Παρά τις παλινωδίες της «υπερήφανης» διαπραγμάτευσης και του δημοψηφίσματος ο Αλέξης Τσίπρας φάνταζε ο μεγάλος παίκτης του ελληνικού πολιτικού συστήματος, πετυχαίνοντας διαρκώς νίκες. Η αντίδραση του κόσμου απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ καταγραφόταν μεν αλλά δεν εκφραζόταν ως στήριξη σε κάποιο άλλο κόμμα. Η Νέα Δημοκρατία φαινόταν κουρασμένη, κλειστή και σαφώς καταπονημένη από την συμμετοχή της στην τρικομματική και στη συνέχεια δικομματική κυβέρνηση των ετών 2012-2015. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, κάθε συζήτηση για αλλαγή ηγεσίας περιστρεφόταν γύρω από το πως η κεντροδεξιά παράταξη θα συγκρατούσε δυνάμεις, πως δεν θα χάναμε άλλο. Το τεχνικό πρόβλημα που παρουσιάστηκε στην πρώτη φάση της ανάδειξης προέδρου ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη δυσπιστία –κυρίως των νέων- απέναντι στην ικανότητα της Νέας Δημοκρατίας να ελέγξει τα του οίκου της, πόσο μάλλον να αποτελέσει εναλλακτική για τη χώρα.
Ο λύκος κι αν εγέρασε…
Σε αυτό το σκηνικό πάνω από 400.000 πολίτες αποφάσισαν να δώσουν τη δική τους εντολή ανανέωσης, εκλέγοντας τον μέχρι τότε «αουτσάιντερ» Κυριάκο Μητσοτάκη πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Το καθαρό πολιτικό στίγμα, η ευθύτητα και ο έντιμος τρόπος με τον οποίο έθεσε τον εαυτό του στην κρίση των ψηφοφόρων, όχι μόνο ανταμείφθηκε αλλά έδωσε το έναυσμα σε πολίτες που ήταν καχύποπτοι να περάσουν το κατώφλι του κόμματος και να τον στηρίξουν. Αυτή η διαδικασία δεν κράτησε ένα μήνα, συνεχίζεται επί ένα ολόκληρο χρόνο σε όλα τα πεδία.
Στην εποχή μας είναι σύνηθες να ζητάμε αλλαγές «εδώ και τώρα» και είναι αλήθεια ότι βολευτήκαμε στο να θεωρούμε πως όντως υπάρχουν μαγικά ραβδιά και πως άπαξ και αλλάξει ο πρόεδρος ενός κόμματος τότε σχεδόν μηχανικά αλλάζουν όλα. Κι όμως ένα χρόνο αργότερα η Νέα Δημοκρατία έχει αλλάξει τόσο ριζικά όσο κανένα άλλο ελληνικό κόμμα. Μέσα σε 365 ημέρες ανανεώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό η Πολιτική Επιτροπή, η Εκτελεστική Επιτροπή και τα περιφερειακά όργανα. Πάνω από 700 στελέχη επιλέχθηκαν με ανοικτή διαδικασία για τη σύνταξη του προγράμματος ενώ παρουσιάστηκε Μητρώο Στελεχών μέσα από το οποίο ο καθένας μπορεί να εμπλακεί και να αξιολογηθεί ενεργά. Στο Συνέδριο ο ίδιος ο πρόεδρος θέσπισε θητεία για τον εαυτό του ενώ μέσα από την Πολιτική Ακαδημία είδαμε να γίνεται ουσιαστική επιμόρφωση των στελεχών, προκειμένου να ενισχύονται οι δεξιότητές τους αλλά και το κόμμα να παρουσιάζει κοινό βηματισμό στον δημόσιο λόγο του. Όλα αυτά χωρίς να αναφερθούμε στο συμμάζεμα των οικονομικών, τα νέα γραφεία, την αποπληρωμή των δανείων και την κάρτα μέλους προκειμένου η Νέα Δημοκρατία να πατά στα δικά της πόδια. Αλήθεια ποιο ελληνικό κόμμα μπορεί να παρουσιάσει αντίστοιχη πρόοδο μέσα σε μόλις 1 χρόνο; Πότε από ένα κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητήθηκε – και ζητείται ακόμα και από την ίδια την κυβέρνηση(!)- με τόση ένταση να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα διακυβέρνησης;
Όλα αυτά είναι ενδείξεις, ενδείξεις εξωστρέφειας, ενδείξεις ευθύνης. Κι όσο κάποιοι καγχάζουν και κουνούν το δάκτυλο για πράξεις ή παραλείψεις -ντρέπονται να ομολογήσουν κάτι θεμελιώδες – πως πρώτη φορά ένας πρόεδρος έθεσε τόσο ψηλά τον πήχη τόσο για τον ίδιο όσο και για το κόμμα του. Αυτή η τάση καταγράφεται και αποτυπώνεται και δίνει στη Νέα Δημοκρατία καθαρό προβάδισμα σε κάθε μέτρηση.
Από εκεί και πέρα ξεκινά και ο ρόλος μας ως πολιτών. Δεν μπορούμε να απαιτούμε αλλαγή χωρίς να θέλουμε να αποτελέσουμε κομμάτι της. Ούτε μπορεί να ζητάμε διαρκώς νέα πρόσωπα απλά και μόνο για να πούμε πως αλλάξαμε κάτι, χωρίς να τα εμπιστευόμαστε. Τα κόμματα είναι ζωντανοί οργανισμοί με μνήμη και συνέχεια. Αλλάζουν μαζί με την κοινωνία. Κάθε αλλαγή ενοχλεί κάποιους – και είναι βέβαιο ότι θα έχουμε πολλές αλλαγές μπροστά μας. Όμως το πρόβλημα δεν είναι να πείσουμε αυτούς που ενοχλούνται, ούτε να εγκλωβιζόμαστε σε σχήματα όπως «παλιό-νέο». Στόχος είναι να πείσουμε τη σιωπηλή πλειοψηφία που εδώ και επτά χρόνια βλέπει τη ζωή της να της φεύγει από τα χέρια της και νιώθει ανήμπορη να αντιδράσει. Αυτή η πλειοψηφία θέλει δουλειές για τα παιδιά της, θέλει αξιοκρατία και αποτελεσματικότητα και – κυρίως – δεν αντέχει άλλα ψέματα. Σε αυτήν απευθύνεται η Συμφωνία Αλήθειας, μαζί με αυτήν θα εκπληρωθεί το αίτημα να γίνουμε μια «κανονική» χώρα.
*Ο Γιώργος Κοκκόλης είναι αντιδήμαρχος Ραφήνας-Πικερμίου και μέλος της ΠΕ της ΝΔ