Εχοντας παγιδευτεί στη δίνη της οικονομικής εσωστρέφειας και του προσφυγικού, η Ευρώπη δεν έχει αντιληφθεί τις υπαρξιακές της προκλήσεις. Το ιδρυτικό της σχέδιο βασίστηκε στο παράδειγμα της «ήπιας, μεταρρυθμιστικής ισχύος». Ηθελε να δώσει στις χώρες της περιφέρειας -ιδανικά και τις ΗΠΑ- ένα μοντέλο ειρηνικής εξαγωγής της Δημοκρατίας, που δεν είχε σχέση με το θεολογικό, νεοσυντηρητικό μοντέλο των Αμερικανών. Η «κοινωνική, ευρωπαϊκή οικονομία της αγοράς» ανοιγόταν θεωρητικά από τα Ουράλια έως τις ακτές της Μεσογείου. Η κρίση όμως αποστέρησε το ευρωπαϊκό μοντέλο από την ελκτική του δύναμη και αποδυνάμωσε τους φορείς του.
Οπως επισημαίνει η ιταλική «Il Sole 24 Ore», η Ευρώπη διατηρούσε την επιρροή της στα διεθνή πράγματα όσο ο Ομπάμα επέμενε στη στρατηγική της ολοκλήρωσης των διατλαντικών εμπορικών συμφωνιών, για να επιβάλει αργότερα το περιεχόμενό τους στην Κίνα. Με τον Τραμπ όμως αυτή η στρατηγική καταρρέει παταγωδώς. Ο προστατευτισμός του νέου προέδρου των ΗΠΑ αποδίδεται με τον όρο «transnational» αντί του «international».
Απαξιώνει δηλαδή συνειδητά τους διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ, η Ε.Ε., ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κ.λπ., μεταφέροντας το πλαίσιο των διεθνών σχέσεων σε διμερείς διακρατικές συζητήσεις, και μάλιστα για κάθε θέμα χωριστά. Μια τέτοια πρακτική αλά καρτ, που θυμίζει τον κόσμο πριν από την Κοινωνία των Εθνών, επιταχύνει, όπως είναι φυσικό, τα διαλυτικά φαινόμενα στην Ε.Ε., που ήδη δοκιμάζεται από το Brexit, τις πολλές οικονομικές ταχύτητες και τις κάθετες διαφωνίες για το προσφυγικό.
Το «μοντέλο Τραμπ» δίνει έμφαση στον οικονομικό εθνικισμό με όπλο τη στρατιωτική ισχύ, πεδία στα οποία η Ε.Ε. μειονεκτεί δραματικά έναντι όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά και των άλλων «αυτοκρατορικών» δυνάμεων, Κίνας και Ρωσίας.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Κατά μία έννοια, ο Τραμπ επιχειρεί, αθέλητα ή ηθελημένα, να αμφισβητήσει το αδιάσπαστο των δύο πυλώνων της Δύσης (ΗΠΑ-Ευρώπη) που ισχύει αδιατάρακτα από την εποχή του προέδρου Ουίλσον, το 1917. Δεν δείχνει να τον απασχολεί ότι αφήνει ελεύθερο το πεδίο στους Ρώσους, στη Συρία και στους Κινέζους στον Νότιο Ειρηνικό, από τη στιγμή που του αρέσει να συνδιαλέγεται μόνο με ισότιμους παίκτες στο χτίσιμο του νέου κόσμου (που διαθέτουν μεγάλους στρατούς και πυρηνικά) και όχι με ξεπεσμένες ψευδο-δυνάμεις, όπως η Ε.Ε. και η Γερμανία.
Οσοι πιστεύουν ότι ο Τραμπ θα βάλει νερό στο κρασί του μάλλον αυταπατώνται. Οι πρακτικές του εδώ και τριάντα χρόνια δείχνουν έναν άνθρωπο πεισματικά προσκολλημένο στις ιδέες του, που αδιαφορεί για αρχές και συνέπειες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το χειρότερο που θα μπορούσε να πάθει η Ευρώπη είναι να παπαγαλίσει τον Τραμπ, γεμίζοντας με κακέκτυπά του τα πρωθυπουργικά γραφεία και τα προεδρικά μέγαρα. Σε αρκετούς τομείς έχει ήδη αρχίσει να το κάνει, και όχι μόνο στο μεταναστευτικό. Οταν ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος εξήγγειλε μείωση του συντελεστή επιχειρηματικών κερδών στην Αμερική στο 15%, έσπευσαν να τον μιμηθούν το Λουξεμβούργο (μείωση από το 29% στο 19%), η Βρετανία, η Ουγγαρία, η Αυστρία – και έπεται συνέχεια. Η Ε.Ε. παρακολουθεί άπραγη, αφού φρόντισε «πανέξυπνα» να αποκτήσει κοινή δημοσιονομική πολιτική, αλλά όχι πολιτική ανταγωνισμού. Ο,τι πάθει θα της αξίζει.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής