Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Ο ίδιος μηχανισμός κάνει σήμερα τους Ισπανούς κεντροαριστερούς (PSOE-Podemos) να κρυφοχαίρονται από τις απώλειες του Λαϊκού Κόμματος και των Ciudadanos προς το ακροδεξιό Vox, αλλά προς τιμήν τους οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι δεν σπεκουλάρισαν ποτέ υπέρ των κρυπτονεοναζί της AfD για να πλήξουν τη CDU.
Το παιχνίδι παίχτηκε και στην Ελλάδα, με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου να φλερτάρει – κάποιες φορές ασύστολα- με κατά καιρούς ακροδεξιά μορφώματα (ΕΠΕΝ, ΛΑΟΣ), που έκοβαν ψήφους από τη Ν.Δ. Ο πολιτικός αυτός μακιαβελισμός μπορεί να είναι ηθικά καταδικαστέος, αλλά ως ένα βαθμό είναι πολιτικά θεμιτός, αφού στο τέλος όλα κρίνονται από τους ψηφοφόρους. Ολα όμως έχουν ένα όριο. Και το όριο αυτό ξεπεράστηκε πολλές φορές στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής.
Ως υποδοχέας του πασοκικού ακροατηρίου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φταίει φυσικά που βρέθηκε στο ίδιο «αντιμνημονιακό» μέτωπο με φιλοχουντικούς και απογόνους των κατοχικών δωσιλόγων.
Φταίει όμως που δεν ύψωσε ξεκάθαρο τείχος απέναντί τους, φλέρταρε με τις ψήφους τους (π.χ. στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας), έδειξε υπερβολική ευαισθησία απέναντί τους (π.χ. η Ζωή Κωνσταντοπούλου στη Βουλή) και το κυριότερο τους βοήθησε να πέσουν στα μαλακά, με έναν απαράδεκτο Ποινικό Κώδικα που αποκηρύσσουν ακόμη και τα στελέχη του.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Με τέτοιο βεβαρημένο παρελθόν, καλό θα ήταν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προσέχει όταν κατηγορεί τους πολιτικούς του αντιπάλους (και συγκεκριμένα τους Μητσοτάκη-Σαμαρά) ως «συνενόχους» της Χρυσής Αυγής, μέσω της ιστορικής «Αυγής», που δεν διανύει και καλύτερη περίοδο της ιστορίας της.
Εχει βέβαια και η Ν.Δ. τις δικές της αμαρτίες. Κομβικά στελέχη της συνομιλούσαν με την ηγεσία της «μαύρης» οργάνωσης, κάποια άλλα ονειρεύονταν να την «εξανθρωπίσουν» για να συνεργαστούν μαζί της. Τελικά, όμως, η Κεντροδεξιά αποδείχθηκε ανθεκτικότερη στους πειρασμούς του Εξαποδώ.
Από την έντυπη έκδοση