Γράφει ο Δημοσθένης Δαββέτας*
Η αφορμή της συμφωνίας ήταν οι θλιβερές οικονομικές συνέπειες που υπέστησαν τα κράτη και οι πολίτες τους λόγω του Covid-19. Το δε αποτέλεσμα το χειροκρότησαν όλοι υψώνοντας το χέρι και κραυγάζοντας «πήραμε τόσα δισεκατομμύρια, τόσα… τόσα…». Σύμφωνοι, δε λέω, το χρηματικό ποσό σε μια οικονομική κρίση είναι μια μορφή, έστω κι άμεσα, οικονομικού φαρμάκου. Δεν είναι όμως η οριστική θεραπεία.
Το ’χω ξαναπεί και θα το ξαναλέω: οι οικονομολάτρες που κυβερνούν αυτή τη στιγμή παγκοσμίως, και ειδικά στις μεγάλες χώρες, δείχνουν πόσο κολλημένοι είναι στον Μαρξ και στην αντίληψή του ότι όλα είναι χρηματικά και οικονομικά. Ακόμη και η γεωπολιτική προσεγγίζεται μόνο μέσα από χρηματοπιστωτικές παραμέτρους. Ολοι βιάζονται να επαναφέρουν στη ζωή την εκ της πράξεως αποτυχημένη θέση του Φουκουγιάμα περί του τέλους της Ιστορίας και -συμπληρώνω εγώ- την παντοδυναμία της νέας θρησκείας: της σύγχρονης τεχνολογίας.
Τα πράγματα, βέβαια, όπως έχουμε βιώσει, δεν είναι έτσι. Καμία Ιστορία δεν είναι νεκρή και καμία γεωπολιτική δεν εξαντλείται στη γεωοικονομία. Το αποδεικνύουν ο Ερντογάν ή η Κίνα, το Ιράν ή κι άλλες χώρες, όπου η γεωπολιτική και η οικονομία προσαρμόζονται στα πλαίσια γεωιστορικών και γεωπολιτισμικών επιδιώξεων. Πού βρίσκεται, λοιπόν, το ενδιαφέρον αυτής της πρόσφατης ευρωπαϊκής απόφασης; Βρίσκεται στην ισορροπία που επετεύχθη μέσα από υποχωρήσεις που συνέθεσαν ακριβώς οικονομικό, πολιτισμικό και ιστορικό στοιχείο.
Οι βόρειες χώρες (Κάτω Χώρες, Αυστρία, Δανία, Σουηδία και Φινλανδία), οι οποίες ήταν πάντα δύσπιστες ως «εχθρικές» απέναντι στις νότιες χώρες για οικονομικούς λόγους (το αρνητικό παράδειγμα της Ελλάδας και το ναυάγιό της πριν από δέκα χρόνια), ξεπέρασαν το φόβο για τους «καλοπερασάκηδες» Νότιους (ιστορικό και πολιτισμικό κλισέ) και αποδέχθηκαν τη συμφωνία, πετυχαίνοντας μείωση των επιχορηγήσεων μέσα από δάνεια που θα πληρωθούν.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Οι Ουγγαρία και Σουηδία υπαναχώρησαν στην απειλή τους ότι θα πρόβαλλαν βέτο στην ενδεχόμενη απόφαση, ότι θα υπήρχε τιμωρία για όποιο κράτος-μέλος δεν εφάρμοζε το κράτος δικαίου.
Επίσης, δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει για το πώς θα ξεχρεωθούν τα χρήματα, ή ακόμη για το αν θα υπάρξουν καινούργιοι τρόποι που θα ενισχύσουν το μπάτζετ των 27 χωρών-μελών της Ε.Ε.
Και εδώ βρίσκεται το κεντρικό σημείο της ενδιαφέρουσας απόφασης: Μπροστά στην απειλή «διάλυσης» της Ευρώπης, μια απειλή την οποία δυνάμωσε η κρίση Covid-19, ο Μακρόν και η Μέρκελ, αψηφώντας τις γκρίνιες και τις διαμαρτυρίες στο εσωτερικό των κρατών τους, που φώναζαν ότι η συμφωνία αυτή ήταν σε βάρος των χωρών τους, συμφώνησαν. Και η συμφωνία τους δεν ήταν μόνο οικονομική, όπως οι οικονομολάτρες κραυγάζουν. Είναι και πολιτισμική. Γιατί είναι ένα ακόμη βήμα προς το ζητούμενο της αλληλεγγύης των «δυνατών» βόρειων χωρών απέναντι στις νότιες, τις «αδύναμες». Γιατί είναι ένα ακόμη βήμα προς μια κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα. Γιατί είναι μια απάντηση στο Μπρέξιτ, ότι η Ευρώπη αντιδρά συσφίγγοντας τις σχέσεις των μεταξύ της χωρών-μελών. Γιατί η Μέρκελ και η χώρα της, έστω και οριακά, υποχρεώθηκαν να αφαιρέσουν λίγο, ή για μερικούς ελάχιστο, από τον εθνικό τους εγωισμό που τους είχε ως τώρα μετατρέψει στους κυρίως προνομιούχους κάθε ως τώρα οικονομικής ευρωπαϊκής κρίσης, προκαλώντας αντιδράσεις και εθνικιστικά ξυπνήματα σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη.
Η απόφαση αυτή, πέρα από οικονομική, είναι φιλοσοφική, πολιτισμική.
Από την έντυπη έκδοση