Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Δυστυχώς οι επιτελείς του κ. Τσίπρα, ενδεχομένως και ο ίδιος, πιστεύουν ότι οι Ελληνες έχουν κοντή μνήμη, ποιος θυμάται τις διαβεβαιώσεις ότι «θα παρακαλάνε να μας δανείσουν», σκέφτηκαν στην Κουμουνδούρου και έτσι προχθές στο Ζάππειο το πρόγραμμα βαπτίσθηκε και πάλι «σχέδιο κοστολογημένων παρεμβάσεων». Σαν το παραμύθι με τον τσοπανάκο και τους λύκους, η πλειοψηφία των πολιτών δεν θα πέσει ξανά θύμα της παγίδας του Τσίπρα, ο οποίος ούτε πρόγραμμα διαθέτει και κυρίως ούτε κοστολογημένο. Για να είμαστε ακριβείς, περισσότερο στην ανάλυση της χρηματοδότησης σκοντάφτει το όλο εγχείρημα.
Πριν περάσουμε στην ουσία των «παρεμβάσεων» του Τσίπρα, αξίζει μία μικρή λεπτομέρεια του σχεδίου που προκαλεί ευθυμία. Μία από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι να θεσμοθετηθούν οι μικροχρηματοδοτήσεις, νομοσχέδιο το οποίο, όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, είχε ετοιμαστεί από την κυβέρνησή του, «αλλά δεν πρόλαβε να ψηφιστεί». Τελικώς όλα τα μέτρα που έχει λάβει ο Μητσοτάκης, από τη μείωση του ΕΝΦΙΑ μέχρι το νομοσχέδιο για τις μικροχρηματοδοτήσεις, που εισάγεται αυτές τις ημέρες στη Βουλή, ήταν «έργο» του Τσίπρα, μόνο που δεν πρόλαβε. Εχει καταντήσει πια ανιαρό.
Σε ό,τι αφορά το σύνολο των προτάσεων που παρουσιάσθηκαν προχθές στο Ζάππειο, το «πακέτο» πάσχει σε τρία επίπεδα.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Πρώτον, στο πολιτικό επίπεδο. Ο κ. Τσίπρας εγκαλεί την κυβέρνηση ότι δεν έχει διεκδικήσει περισσότερους πόρους από την Ευρώπη. Προφανώς δεν έχει διαβάσει τα δημοσιεύματα γερμανικών εφημερίδων, τα οποία αναφέρουν ότι η Ελλάδα θα είναι από τις χώρες με το μεγαλύτερο αναλογικά μερίδιο στο Ταμείο Ανάκαμψης, μετά την Ιταλία και την Ισπανία. Δεν ξεχνάμε ότι ο κ. Τσίπρας απέτυχε πλήρως ως διαπραγματευτής, άλλωστε έλαβε τον τίτλο του χειρότερου διαπραγματευτή παγκοσμίως το 2015 από αμερικανικό πανεπιστήμιο, ενώ ένα χρόνο αργότερα παρέδωσε τον τίτλο του στον Βρετανό πρωθυπουργό Κάμερον που είχε λάβει την απόφαση για το δημοψήφισμα του Brexit. Ο Μητσοτάκης κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες, αλλά και εν μέσω πανδημίας να εξουδετερώσει τη δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% που είχε υπογράψει ο κ. Τσίπρας, να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, και να γίνουν κατ’ εξαίρεση αποδεκτοί οι τίτλοι των ελληνικών τραπεζών από τη Φρανκφούρτη.
Δεύτερον, το πρόγραμμα του Ζαππείου στηρίζεται σε πηγές χρηματοδότησης, τις οποίες ουδέποτε μπόρεσε να αξιοποιήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, η πρόσβαση στις αγορές επί Τσίπρα γινόταν σπάνια και με τετραπλάσια επιτόκια από αυτά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων την περίοδο 2015-2019 είχε μειωθεί στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2009, τα κονδύλια του ΕΣΠΑ παρέμεναν στα συρτάρια των υπουργών, ενώ η Ελλάδα ήταν εκτός των προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το να επικαλείται ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πηγές στις οποίες είχε χαμηλές επιδόσεις απλώς δεν πείθει.
Τρίτον, το δημοσιονομικό κόστος για μισθολογική κάλυψη όλων των εργαζομένων από το κράτος (σε ποσοστά από 40% έως και 100%) προσεγγίζει τα 3,7 δισεκατομμύρια το μήνα, δηλαδή μέχρι τον Σεπτέμβριο το κράτος θα έχει μείνει «ταπί και ψύχραιμο» απέναντι στους δανειστές. Υπάρχουν βέβαια και ορισμένες sui generis προτάσεις, όπως η μόνιμη μείωση της προκαταβολής φόρων των επιχειρήσεων στο 50%, που ωραία ακούγεται από έναν πολιτικό που είχε βρει τον συγκεκριμένο φόρο στο 50% και μέσα σε δύο χρόνια το εκτόξευσε στο 100%, αλλά και η καθιέρωση «εισοδήματος έκτακτης ανάγκης» από τον ίδιο πάλι πολιτικό, που ως πρωθυπουργό απέρριπτε το θεσμό του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ενώ δημιούργησε τη γενιά των 350 ευρώ.
Συμπερασματικά, η προσπάθεια του κ. Τσίπρα να εμφανίσει μία εναλλακτική πρόταση απέναντι στο κυβερνητικό σχέδιο Μητσοτάκη σκοντάφτει τόσο στο αναξιόπιστο παρελθόν του όσο και στις απαιτήσεις της επόμενης ημέρας. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αισθάνεται αδικημένος όταν βλέπει τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων. Χρειάζεται να δουλέψει περισσότερο και να αποφεύγει τις επαναλήψεις του 2015, ιδίως τα περί «κοστολογημένων προγραμμάτων».
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση