Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Το βέβαιο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φοβάται τις εκλογές, γίνεται αμέσως ορατό από τις δημόσιες τοποθετήσεις του προέδρου του, που σχεδόν απειλεί τον πρωθυπουργό να μην προσφύγει σε πρόωρες κάλπες.
Το επίσης σίγουρο είναι ότι ο Μητσοτάκης δεν είναι Τσίπρας, εάν είχε την καιροσκοπική λογική του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήδη θα ετοιμάζονταν τα εκλογικά παραβάν για τον Ιούλιο. Αυτό είχε πράξει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όταν το καλοκαίρι του 2015 και παρά τις διαβεβαιώσεις που είχε δώσει στους πολιτικούς αρχηγούς ότι δεν θα προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές, τελικά έστησε κάλπες τον Σεπτέμβριο με βασικό σύνθημα «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Τις εκλογές τις κέρδισε ο Τσίπρας, αλλά όπως έχει επισημάνει ο πολιτικός αναλυτής Ευτύχης Βαρδουλάκης στο βιβλίο του «Τα διλήμματα μιας πενταετίας» (Εκδόσεις Πεδίο) ήταν ο μεγάλος χαμένος της επόμενης ημέρας καθώς μέσα σε 9 μήνες από την εκλογική νίκη του Ιανουαρίου 2015 είχε αναλώσει το (επίσης υψηλό) πολιτικό του κεφάλαιο.
Οι πολίτες έδωσαν δεύτερη ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά πλέον δεν ανέχονταν την παραμικρή στραβοτιμονιά, γι’ αυτό τιμώρησαν παραδειγματικά τον κ. Τσίπρα στις εκλογικές αναμετρήσεις του περασμένου έτους.
Ο Μητσοτάκης σκέπτεται διαφορετικά. Δεν είναι αλαζόνας, ποτέ δεν έχει πει ότι «από αυτόν δεν πρόκειται να χάσω ούτε μία στο εκατομμύριο», όπως κραύγαζε από το βήμα της Βουλής ο πολιτικός του αντίπαλος. Αντιθέτως, ακόμη και την παραμονή των εκλογών του Ιουλίου έλεγε ότι μόνο ο ελληνικός λαός μπορεί να του αναθέσει την πρωθυπουργία. Επιπλέον, πιστεύει στην πολιτική του, θεωρεί ότι οι δυσκολίες του 2020 μπορούν να ακολουθηθούν από αναπτυξιακή έκρηξη το 2021, δεν θέλει να υφαρπάξει την ψήφο των πολιτών, όπως έπραξε ο προκάτοχός του στο Μαξίμου τον Σεπτέμβριο του 2015, αλλά να κριθεί με βάση τα πεπραγμένα του.
Οι πολίτες έδωσαν στον ίδιο ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κυβέρνηση μπορεί να υλοποιήσει το έργο της χωρίς να μετρά και να ξαναμετρά βουλευτές ενώ μέσα στο «παιχνίδι» της πολιτικής αλλά και της ζωής είναι οι αναποδιές, όπως αυτή της πανδημίας. Καμία τετραετία δεν κυλά ανέφελα στην καθημερινότητά μας ή στο βίο μιας κυβέρνησης.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Με μια ενδεχόμενη πρόωρη εκλογική αναμέτρηση, ο κ. Μητσοτάκης θα «κεφαλαιοποιούσε» το πολιτικό του απόθεμα αλλά ταυτόχρονα θα ξεκινούσε η περίοδος ανάλωσης του κεφαλαίου. Η επιλογή να «επενδύσει» σε αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης μπορεί να προσφέρει στη χώρα την περίοδο σταθερότητας που χρειάζεται προκειμένου να ανακάμψει η οικονομία και στον ίδιο τις βάσεις για να σκέπτεται πέραν της τρέχουσας θητείας, με ορίζοντα οκταετίας.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Στα χρόνια του Μνημονίου οι περικοπές των δημοσίων επενδύσεων ήταν η «εύκολη λύση» για να ωραιοποιούνται τα νούμερα του Προϋπολογισμού όταν δεν έβγαινε ο λογαριασμός στα δημόσια έσοδα. Ειδικά επί ΣΥΡΙΖΑ, που υποτίθεται αγωνιζόταν για την επέκταση του δημόσιου τομέα, το ετήσιο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων έπεσε και κάτω από τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ, όταν το 2009 ήταν πάνω από 9,5 δισ.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρησιμοποιεί πλέον το ΠΔΕ ως εργαλείο για να ανακοπεί η ύφεση, όπως προκύπτει από την προαναγγελία του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα στο capital.gr ότι φέτος οι κρατικές επενδύσεις θα ξεπεράσουν τα 8 δισεκατομμύρια ευρώ, ρεκόρ για τα τελευταία 10 έτη.
Η εκτέλεση έργων υποδομής δεν θα αυξήσει απλώς την απασχόληση αλλά θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά στην οικονομία διευκολύνοντας την υλοποίηση μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων. Η επιστροφή του ΠΔΕ είναι ευπρόσδεκτη στην ελληνική οικονομία και όπως φαίνεται αυτή τη φορά δεν θα πέσει «θύμα» περικοπών για δημοσιονομικούς λόγους.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση