
Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Η εξαίρετη φιλόλογός μας, στο Γυμνάσιο, που αποτελούσε το πρότυπο, η αείμνηστη Ευτυχία Ραββίου, έμενε στην οδό Μακρυγιάννη 3. Η πολυκατοικία αυτή, με το βαθύ κόκκινο χρώμα, είναι ακριβώς απέναντι από την πόρτα του Μουσείου της Ακρόπολης. Πώς να φανταστώ ότι στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη θα κτιζόταν το Μουσείο της Ακρόπολης, μέσα στα δέκα καλύτερα του κόσμου.
Κάποια απογεύματα την Ανοιξη πηγαίναμε βόλτα στην Αρεοπαγίτου -πολύ πιο ταπεινή και ήσυχη από ό,τι σήμερα- και κάναμε στάση μπροστά στο ολόκλειστο σπίτι του Παρθένη. Οταν το έκτισε με δικά του σχέδια και τη βοήθεια του στενού φίλου του, του Πικιώνη στη δεκαετία του ΄30, νομίζω, ήταν το μόνο ίσως δείγμα Μπάου Χάουζ στη Αθήνα, συνδυάζοντας την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και τη γλυπτική σε ενιαία φόρμα. Ο Γκρόπιους, που εμπνεύστηκε το Μπάου Χάουζ, πίστευε ότι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σήμαινε και τη νέα εποχή που χρειαζόταν νέο αρχιτεκτονικό ύφος: Να είναι λιτό, λειτουργικό, φτηνό στο κόστος των υλικών αλλά με καλλιτεχνικές αξιώσεις.
Αυτό ακριβώς ήταν και το σπίτι του Παρθένη, το οποίο γνώρισε δόξες στη δεκαετία του ’30 , ολόφωτο, με μουσικές που λάτρευε ο ζωγράφος και ανθρώπους των Γραμμάτων. Μετά το ’47 άρχισε να αποσύρεται από τον κόσμο. Κάποια χρόνια συνέχισε να πηγαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών, έβλεπε τα έργα των μαθητών του, αλλά δεν μιλούσε. Εκανε με το χέρι του διορθώσεις, ενώ η γυναίκα του, από το σπουδαίο κεφαλλονίτικο σόι των Βαλσαμάκηδων, ήταν η «φωνή» του. Στο ολόφωτο σπίτι έκλεισαν τα φώτα και η οικογένεια Παρθένη –κόρη, γιος και σύζυγος– κλείστηκαν μέσα και δεν άνοιγαν σε κανέναν.
Από τη δεκαετία του ’50 ήθελαν «οι αρχές» να του κατεδαφίσουν το σπίτι γιατί… εμπόδιζε τη θέα στην Ακρόπολη. Καμιά θέα δεν εμπόδιζε. Σήμερα στη θέση του είναι ένα άθλιο παρκάκι που ανεβαίνεις με τρία σκαλιά, και πάνε βόλτα τα σκυλιά της γειτονιάς και δίπλα ένα αμφίβολης αρχιτεκτονικής «μέγαρο». Καμία σχέση με τον «ΔΙΟΝΥΣΟ», γιατί υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι κατεδαφίστηκε για να κτιστεί εκεί το περίπτερο που οι τοίχοι του στο ισόγειο μένουν ως σήμερα επενδεδυμένοι με τα κεραμικά του Μόραλη.
Ο Παρθένης κάποια στιγμή έπαψε να πουλάει πίνακές του και πέρασε σε έσχατη ένδεια. Αγωνιζόταν να κρατήσει το σπίτι του. Ενα απόγευμα του ’67 που πήγαμε βόλτα ως το Ηρώδειο το σπίτι του Παρθένη είχε κατεδαφιστεί. Εστεκε μία σκάλα στο πουθενά. Κι ένας μαυρισμένος τοίχος. Δεν του άξιζε αυτή η μεταχείριση από την πολιτεία. Δεν άξιζε στις νέες γενιές να χάσουν ένα τέτοιο μνημείο…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου