
Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Μία μεγάλη επιτυχία που δείχνει, όμως, τι; Οτι η Ελλάδα επέστρεψε στα σαλόνια των αγορών – από τα οποία είχε εκδιωχθεί κακήν κακώς το 2010. Η ζωή των περισσότερων Ελλήνων άλλαξε έκτοτε προς το -πολύ- χειρότερο. Και, φυσικά, η έξοδος στις αγορές για το δανεισμό του Δημοσίου δεν σημαίνει βραχυπρόθεσμα το παραμικρό για το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή την περίοδο συμβαίνει η αντίστροφη διαδικασία σε σχέση με την κρίση: μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας άρχισαν να «νιώθουν» τις μνημονιακές πολιτικές ως και δύο χρόνια μετά την πρώτη εφαρμογή τους, όπως και κάποιες ομάδες έχουν ήδη βιώσει την έξοδο από την κρίση, σε ό,τι αφορά το βιοτικό τους επίπεδο. Ομως, αυτό σε καμία περίπτωση δεν αφορά το σύνολο της κοινωνίας – ούτε καν ένα σημαντικό τμήμα της.
Η μνημονιακή συμπίεση μισθών και συντάξεων -και οι συνακόλουθες επιπτώσεις αυτών των περικοπών στην κατανάλωση- θα πάρει χρόνια για να διορθωθούν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη. Οπως είναι γνωστό, η κατανάλωση αντιπροσώπευε πάντοτε ένα μεγάλο κομμάτι της αναπτυξιακής πίτας – και, φυσικά, τα χρόνια του Μνημονίου δεν άλλαξαν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας, απλώς τη συρρίκνωσαν.
Επομένως, για να υπάρξει πιο γρήγορη μεταβολή στους αναπτυξιακούς ρυθμούς -και να δουν περισσότεροι την πόρτα της εξόδου από την κρίση- θα πρέπει η αύξηση του ΑΕΠ να προέλθει από κάτι άλλο. Και αυτό το «άλλο» δεν μπορεί παρά να είναι οι επενδύσεις. Για την ακρίβεια, οι ξένες επενδύσεις.
Στον τομέα αυτόν, τα πράγματα δεν πηγαίνουν με βάση τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί – μιας και το σημερινό κυβερνών κόμμα είχε από την πρώτη στιγμή πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι στις πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ, που πέρασε 4,5 χρόνια στη διακυβέρνηση με αμφιθυμία απέναντι στους επενδυτές. Και η αλήθεια είναι ότι οι τελευταίοι δεν πρόκειται να βάλουν την Ελλάδα στο στόχαστρό τους, αν δεν βεβαιωθούν ότι θα βγάλουν τα κέρδη τους…
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου