Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Κατέβηκα ως τον πλατεία Κλαυθμώνος. Οι άνθρωποι που άπλωναν το χέρι ή το ντενεκάκι τους ήταν ελάχιστοι. Δύο άντρες και μία γυναίκα. Περνούσε ο κόσμος και δεν τους έριχνε βλέμμα. Ο καθένας μας με τα προβλήματά του, με τις έννοιες του της τελευταίας στιγμής, με τους απολογισμούς του. Ελάχιστοι κοντοστέκονταν για να βοηθήσουν.
Η εντύπωση που επικρατεί και δε νομίζω ότι περιορίζεται στα δέκα χρόνια της κρίσης, είναι πως οι άνθρωποι που ζητιανεύουν δεν έχουν ανάγκη. Απλά δεν θέλουν να δουλέψουν. Και αυτό γιατί είναι δύσκολο να φανταστούμε τον εαυτό μας στη δική τους θέση. Αραγε αναρωτηθήκαμε πόση απελπισία χρειάζεται να απλώσουμε το χέρι στον περαστικό; Να κρατάμε την πινακίδα στο στήθος μας με το ανορθόγραφο «πηνάω».
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Το λέω αυτό γιατί είμαι βαθιά πεπεισμένη ότι κανείς άνθρωπος που έχει και τα ελάχιστα δεν θα έβγαινε να ζητιανέψει. Πιστεύω ότι κι εσείς κάποιες στιγμές νιώθετε σαν κάπως μαγκωμένοι καθώς βγάζετε βιαστικά από την τσέπη το κατιτίς να τους δώσετε. Πάντως εγώ έτσι νιώθω. Και δεν χρειάζεται, θαρρώ, να σας το εξηγήσω…
Από την πλατεία Κλαυθμώνος ως τη στροφή, που η Σταδίου χύνεται στην πλατεία Συντάγματος, τετριακόσια μέτρα, όχι περισσότερα, μέτρησα επτά άστεγους. Είχαν στρώσει χαρτόκουτα στα κατώφλια κλειστών κτιρίων κι είχαν απλώσει τα στρωσίδια τους, κουκουλωμένοι για να προφυλαχθούν. Ενας είχε και τη γάτα του.
Η παγωνιά περόνιαζε. Μήπως έχετε παρατηρήσει ότι σπάνια οι άστεγοι μάς ζητούν βοήθεια; Οτι σπανιότερα ζητιανεύουν; Αν δε νιώθετε ότι το βλέμμα σας μπορεί να εκληφθεί ως αδιακρισία και τους κοιτάζατε, θα διαπιστώνατε ότι δεν είναι ηλικιωμένοι. Είναι μάλλον στην παραγωγική ηλικία. Ομως βρίσκονται αποκλεισμένοι. Από τον κόσμο έξω. Ολο ακούω να λένε -επίσημα και ανεπίσημα- ότι υπάρχουν δομές για να καταφύγουν. Αναρωτιέμαι πόσο ανθρώπινες, πόσο αξιοπρεπείς, και με ποια κριτήρια λειτουργούν αυτές οι δομές που τους προσφέρονται. Την ημέρα γίνονται αόρατοι. Χάνονται μέσα στο πλήθος. Αφήνουν πίσω τους το «κρεβάτι» τους και τις σακουλίτσες τους, όλο το βιος του.
Κάθε βράδυ γυρίζοντας στο σπίτι μου ψάχνω με το βλέμμα τη γηραιά κυρία που κουρνιάζει στο κούφωμα της μαρμάρινης εισόδου, επί της Αμαλίας. Περιμένει να νυχτώσει καλά και μετά φτιάχνει «το κρεβάτι» της. Τη βλέπω το πρωί που φοράει το καπέλο της, τυλιγμένη στο μαύρο παλτό της με μια συγκινητική κομψότητα, και φεύγει. Χθες το πρωί πρόλαβα και της είπα: Καλή χρονιά. Με κοίταξε και μου απάντησε: Εύχομαι. Η δική σας. Καλή χρονιά και ευλογημένη!
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου