Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στο οποίο είχε προσφύγει η Τουρκία το 2001 δανειοδοτώντας τη χώρα μέχρι το 2010, επανήλθε δυναμικά προχωρώντας σε αυστηρές συστάσεις για τον τρόπο με τον οποίο ο Ερντογάν αντιμετωπίζει τη νομισματική κρίση.
Από το 2016 η λίρα έχει χάσει ένα σημαντικό μέρος της αξίας της προκαλώντας δομικά προβλήματα σε μία οικονομία που είναι υπερδανεισμένη σε ξένο νόμισμα. Αυτό σημαίνει ότι κάθε υποτίμηση της τουρκικής λίρας μεγαλώνει τα χρέη των επιχειρήσεων, φουσκώνει τα «κόκκινα δάνεια» του τραπεζικού συστήματος και εντέλει περιορίζει αντί να αυξάνει την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Ο Ερντογάν απέλυσε το περασμένο καλοκαίρι τον κεντρικό του τραπεζίτη γιατί δεν συμφωνούσε με την πολιτική που ήθελε να εφαρμόσει ο «σουλτάνος» για να αντιμετωπίσει τη χρηματοπιστωτική κρίση. Ο νέος τραπεζίτης μείωσε τα επιτόκια κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες και οι τράπεζες άρχισαν να δανειοδοτούν σε ξένα νομίσματα με ρυθμό άνω του 20% με σκοπό να αναθερμανθεί η οικονομία, που βρισκόταν σε ύφεση από το 2017.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα καταναλωτικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 45% τους τελευταίους μήνες, και όλοι γνωρίζουμε ότι τέτοιου είδους χορηγήσεις και σε τέτοια κλίμακα παραπέμπουν σε «φούσκες».
Τα μέτρα της Κεντρικής Τράπεζας είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρξει μία μικρή ανάκαμψη, στο τρίτο τρίμηνο η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 0,7%, αλλά το κόστος ήταν μεγάλο. Οι κρατικές τουρκικές τράπεζες βαρύνονται με μη εξυπηρετούμενα δάνεια ενώ η έκθεση των επιχειρήσεων σε δάνεια σε ξένο νόμισμα είναι σημαντική και υπερβαίνει κατά 180 δισ. δολάρια το ύψος των περιουσιακών τους στοιχείων. Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού διευρύνθηκε το 2019 καθώς η Αγκυρα αύξησε τις δαπάνες για τη στήριξη της οικονομίας. Τον περασμένο Σεπτέμβριο η τουρκική κυβέρνηση αναθεώρησε την πρόβλεψη για το έλλειμμα του 2019 στα 125 δισ. λίρες (21 δισ. δολάρια), από 80,6 δισ. λίρες.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Για τον λόγο αυτό το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι εάν ο Ερντογάν συνεχίσει την ίδια νομισματική πολιτική το δημόσιο χρέος θα πάρει επικίνδυνες διαστάσεις και η κατάσταση της οικονομίας θα επιδεινωθεί.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν, υπό το βάρος των δομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία, προχωρά σε φαραωνικού τύπου εξαγγελίες για μεγάλα έργα, γιγαντώνει τις αμυντικές δαπάνες και «βρυχάται» στην Ανατολική Μεσόγειο προετοιμάζοντας την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στη Λιβύη. Θέλει να στρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από τα οικονομικά προβλήματα που είναι πια ορατά σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στα νεοοθωμανικά του σχέδια. Και όλα αυτά σε μία περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία έχει βγει στο ξέφωτο και όλοι οι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν ότι το 2020 μπορεί να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Ο Ερντογάν και στο παρελθόν έχει προσπαθήσει να εξαγάγει τα εσωτερικά του προβλήματα. Αυτή τη φορά έχει ξεπεράσει τα όρια θέλοντας να αναλάβει ρόλο «αφεντικού» στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Οι κινήσεις του έχουν προκαλέσει την αντίδραση του διεθνούς παράγοντα και εάν υπερβεί την «κόκκινη γραμμή» στο ζήτημα της Λιβύης που θέτουν η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και η Ρωσία, τότε το λάθος του θα είναι μοιραίο όχι μόνο για την εξωτερική του πολιτική αλλά και για την οικονομία της χώρας του.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
Από την έντυπη έκδοση