Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Το πιστωτικό σύστημα σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα υπολειτουργεί αν και κόστισε ακριβά στους Ελληνες φορολογούμενους. Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε από την κατάρρευση του Δημοσίου μεταφέρθηκε στις τράπεζες ανακυκλώνοντας τις δυνάμεις της ύφεσης. Το 2014 και ύστερα από δύο ανακεφαλαιοποιήσεις η χώρα έμπαινε σε τροχιά σταθερότητας, ενώ οι τράπεζες επιχειρούσαν να ανακτήσουν μέρος των καταθέσεων που είχαν χαθεί το 2009 αλλά και της εμπιστοσύνης των αγορών μέσω της αύξησης του μετοχικού τους κεφαλαίου.
Και ύστερα ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ που υποσχόταν «σεισάχθεια» και κατάργηση της λιτότητας με ένα νόμο και ένα άρθρο. Η κρίση στο πιστωτικό σύστημα αναζωπυρώθηκε για τρεις βασικούς λόγους.
Πρώτον, κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου το ρίσκο της χώρας αυξήθηκε στα ύψη, οι αντιφατικές κινήσεις της κυβέρνησης και οι απειλές ότι όλα θα «γίνουν Κούγκι» έδιωξαν από τις τράπεζες καταθέσεις πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Δεύτερον, η απόφαση του Τσίπρα για το δημοψήφισμα έφερε το λουκέτο στις τράπεζες και τα capital controls, τα οποία δεν ήρθησαν «τη Δευτέρα μετά το δημοψήφισμα», όπως διαβεβαίωναν τότε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μόλις τον περασμένο μήνα. Το πιστωτικό σύστημα διελύθη, τα κόκκινα δάνεια φούντωσαν, η οικονομία μπήκε σε νέες περιπέτειες, που όλοι γνωρίζουμε.
Τρίτον, η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, που έγινε στο τέλος του 2015, καθώς μετά το δημοψήφισμα οι τράπεζες έχασαν κυριολεκτικώς το «πάτωμα», αποφασίσθηκε με τριτοκοσμικούς όρους για το Δημόσιο και τους μικρομετόχους. Οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου υπέρ των ξένων funds (καθώς το Δημόσιο εξαιρέθηκε από τη διαδικασία) έγιναν σε τιμές που ήταν χαμηλότερες κατά 95% έως και 98% σε σχέση με τις αξίες του 2014. Πολύ απλά μετοχές που το 2014 άξιζαν 100 ευρώ με την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση αποκτήθηκαν με 2 ευρώ.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Από τότε η οικονομία παρέμεινε σε συνθήκες στασιμότητας ενώ τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών διαμορφώνονται στο 40% του χαρτοφυλακίου τους όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι μόλις 4%. Ανάπτυξη δεν μπορεί να προκύψει εάν οι τράπεζες δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στη βασική τους αποστολή, που είχε η δανειοδότηση της οικονομίας.
Η κυβέρνηση με το πρόγραμμα «Ηρακλής» δίνει μία ευκαιρία στο πιστωτικό σύστημα να αναπνεύσει και να απελευθερώσει κεφάλαια προκειμένου να τα διοχετεύσει στην αγορά. Το Δημόσιο δεν θα βάλει νέα κεφάλαια, θα εγγυηθεί για μέρος των δανείων που θα τιτλοποιηθούν και θα εισπράξει προμήθειες από το πιστωτικό σύστημα.
Εάν ο «Ηρακλής» καταφέρει να σηκώσει τα βάρη του παρελθόντος, ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να πολλαπλασιασθεί και η οικονομία να δημιουργήσει ποιοτικές θέσεις εργασίας, μέσα από τις επενδύσεις. Είναι βέβαιο ότι εάν δεν είχαμε τις συνέπειες από την «περήφανη διαπραγμάτευση» και το κλείσιμο των τραπεζών, η κρίση στην Ελλάδα θα είχε αντιμετωπισθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα. Τώρα είναι μία ευκαιρία να «ανοίξουν» ξανά οι τράπεζες, όχι με τις ακρότητες του παρελθόντος, αλλά με μοναδικό κριτήριο την ανάπτυξη. Συνολικά, μετά το δόγμα του «μπάχαλου», που επικράτησε το 2015, η κυβέρνηση επιχειρεί να συμμαζέψει την κατάσταση στην οικονομία.
Προτάσσει την υλοποίηση των επενδύσεων, μειώνει τους φόρους για τους επαγγελματίες και τα νοικοκυριά, κινεί τους μοχλούς χρηματοδότησης στο τραπεζικό σύστημα. Εάν η διεθνής συγκυρία ήταν πιο ανέφελη, ιδίως πάνω από την Ανατολική Μεσόγειο, οι περισσότεροι παράγοντες ανάπτυξης θα ήταν ευνοϊκοί για την ελληνική οικονομία. Μένει να δούμε τα αποτελέσματα στην πράξη…
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου