Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι πια στην πρώτη στιγμή – αλλά δεν είναι και στη φάση που μπορεί να αποδομηθεί κάθε της κίνηση. Για παράδειγμα, η κίνηση Μητσοτάκη να δηλώσει σε βρετανική εφημερίδα ότι η Ελλάδα θα ζητήσει να δανεισθεί τα Γλυπτά του Παρθενώνα που έχουν κλαπεί και εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως –περίπου- εθνική προδοσία, επειδή τάχα ο δανεισμός προϋποθέτει την αναγνώριση της βρετανικής ιδιοκτησίας πάνω σε αυτά.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση κάνει μία κίνηση σε ένα θέμα που έχει μεγάλη συμβολική σημασία για όλους τους Ελληνες – και μία τέτοια κίνηση δεν γίνεται ποτέ μόνον για να γίνει. Αν οι αρμόδιοι του μουσείου αρνηθούν τελικά το δανεισμό των Γλυπτών ακόμα και στον εορτασμό των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, η επικοινωνιακή τους ήττα θα είναι τεραστίων διαστάσεων, για ένα ζήτημα που είναι ανοιχτό ακόμα και για την κοινή γνώμη της χώρας τους.
Βεβαίως, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΙΝ.ΑΛ. θέτουν το ζήτημα της αναγνώρισης της ιδιοκτησίας – κάτι που αρνήθηκε κατηγορηματικά η υπουργός Πολιτισμού, η οποία υπήρξε στέλεχος των κυβερνήσεών του. Γιατί όμως η αντιπολίτευση βάζει το θέμα αυτό, ενώ δεν το θέτει η ίδια η κυβέρνηση;
Δίκη προθέσεων; Ή απλά βιασύνη για την αποδόμηση κάθε κίνησης; Μάλλον το δεύτερο, σε συνδυασμό με το πρώτο. Ομως, οι κανόνες της πολιτικής δεν λένε τέτοια πράγματα. Οι πολίτες μάλλον εκνευρίζονται όταν τα κόμματα δεν αφήνουν τίποτα να πέσει κάτω – ειδικά όταν μία κυβέρνηση εμφανίζεται με καλές προθέσεις και δεν έχει προλάβει να φθαρεί.
Εκτός κι αν στον ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν ότι μπορούν εν μια νυκτί να πείσουν τους πολίτες ότι ο κ. Μητσοτάκης θέλει απλώς να χαρίσει στους Βρετανούς τα Γλυπτά, για κάποιο λόγο που μόνον εκείνος γνωρίζει. Επιστροφή, δηλαδή, στα επιχειρήματα του 2014 – του τύπου «εμείς θα διαπραγματευτούμε σκληρά, όχι όπως οι άλλοι»…
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου