Πριν από περίπου 1 μήνα, είχα φιλοξενήσει στο σπίτι μου την Αγγλίδα ξαδέρφη μου με τον Αυστραλό σύζυγο της. Παρότι εκείνη έχει έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα, ο Τζόναθαν είναι από τους ανθρώπους που γνωρίζουν μόνο τα βασικά. Τα «τουριστικά» θα μπορούσα να πω καλύτερα. Ότι Ελλάδα σημαίνει Ακρόπολη, διακοπές σε νησιά, πολλά αρχαία, ούζο, μουσακάς και σουβλάκι. Και ακόμη και αν αυτό ακούγεται κάπως, δεν το θεωρώ απαραίτητα κακό. Ο Τζόναθαν ωστόσο -και ειδικά όσον αφορά τις παρασκευές του τόπου μας- γνωρίζει ακόμη πολύ λίγα πράγματα.
Γράφει ο Κώστας Χρήστου
Η αλήθεια είναι πως έχουμε αρκετά κοινά με τους Αυστραλούς. Αγαπούν και εκείνοι την θάλασσα, το ποτό και το καλοκαίρι σε αυτούς είναι μία μόνιμη κατάσταση. Δηλώνουν όμως -ο Τζόναθαν τουλάχιστον- ότι η Ελλάδα είναι ένα από τα πιο απίστευτα πράγματα που έχει δει στη ζωή του. «Κάθε φορά που νομίζεις ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο να δεις, υπάρχει κάτι που θα σε αφήσει κατάπληκτο» μου είπε την τελευταία φορά. Για εκείνον, η πιο πρόσφατη Αποκάλυψη ήρθε μέσα από την γουλιά μίας ντόπιας μπίρας. Της Royal Ionian που παρασκευάζει η Κερκυραϊκή Ζυθοποιία. Μέσα σε μία εβδομάδα -και κάτι παραπάνω- παραμονής, ο Τζόναθαν δεν άγγιξε «ξένη» μπίρα. Δήλωνε μάλιστα πως η Royal Ionian και η Contessa Ipa (σ.σ.: άλλο ένα «καμάρι» της Κερκυραϊκής Ζυθοποιίας, είναι οι καλύτερες μπίρες που έχει δοκιμάσει ποτέ στη ζωή του. Και για έναν άνθρωπο που βρίσκεται συνεχώς στο Βερολίνο, στις Βρυξέλλες και την Αγγλία λόγω δουλειάς, μία τέτοια δήλωση δεν περνάει απαρατήρητη. Βλέποντας τον ενθουσιασμό του μου βγήκε -τελείως αυθόρμητα- να τον μυήσω και σε άλλα ντόπια προϊόντα. Δεν ήταν κάποια εγωιστική ανάγκη για να το παίξω ανώτερος και «Ελληνάρας». Απλά, γνωρίζω πως πράγματι, όταν βάλουμε το κεφάλι κάτω και ασχοληθούμε με μεράκι για κάτι που αγαπάμε, μπορούμε να το μεταμορφώσουμε σε σύγχρονο θαύμα του κόσμου. Το έχουμε αποδείξει άλλωστε πολλές φορές.
Κατάφερα, βρήκα και τον έβαλα να δοκιμάσει μια άλλη πολύ σπουδαία μπίρα, την «Έζα», της Ελληνικής Ζυθοποιίας Αταλάντης. Μετά από αυτή σειρά είχε η Green Cola – την οποία είχε ακούσει αλλά δεν είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει ποτέ. Αυτή η μικρή ξενάγηση συνεχίστηκε και με ντόπια γλυκά, ξηρούς καρπούς και με μερικά προϊόντα τα οποία θεώρησε «σούπερσταρς» όπως το ταχίνι. Ειλικρινά, στα 31 μου χρόνια, δεν έχω ξαναγνωρίσει άνθρωπο να αντιδρά έτσι για κάτι που δοκιμάζει. Αδυνατούσε να πιστέψει πως κάτι τέτοιο υπάρχει στην πραγματικότητα και για ποιο λόγο «δεν ακούγεται» ιδιαίτερα έξω. Παρότι τον ενημέρωσα πως η Ελλάδα εξάγει γενικά αρκετά προϊόντα, η απάντηση του ήταν σχεδόν αποστομωτική. «Δεν ξέρω Κώστα, ίσως η εξαγωγή να μην γίνεται με τον σωστό τρόπο». Ειδικά στο κομμάτι της φορολόγησης, ίσως να μην έχει άδικο.
Επειδή το κομμάτι της παραγωγής και της εξαγωγής είναι από μόνο του ένα ξεχωριστό κείμενο, θα μείνω στο αποτέλεσμα της καλύτερης γνωριμίας του Τζόναθαν με τα παραπάνω. Έφυγε από την χώρα μας με τις βαλίτσες του γεμάτες με μπουκάλια, βαζάκια και κουτάκια αναψυκτικών. Δεν ξέρω αν η συμπεριφορά του είναι υπερβολική, αλλά ειλικρινά δεν με ενδιαφέρει.
Το νόημα είναι πως ο Τζόναθαν εκπροσωπεί μία μερίδα ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά προϊόντα με τελείως διαφορετική λογική. Όχι μόνο εντυπωσιάζονται από το γεγονός πως μία τόσο μικρή χώρα, με τρομαχτικά οικονομικά προβλήματα καταφέρνει να συνεχίζει τις παραγωγές της, αλλά ότι αυτός ο τόπος, έχει ακόμα μερικούς αφοσιωμένους επαγγελματίες που δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους. Επιχειρηματίες και εργαζόμενοι. Που παλεύουν με τις αντίξοες συνθήκες, την άδικη υπερφορολόγηση, τα ακόμη πιο άδικα μέτρα και -κυρίως- την καθημερινή απαισιοδοξία.
Δεν θέλω να δει κάποιος αυτό το κείμενο σαν προπαγάνδα, αλλά τι ακριβώς είναι υπερβολικό; Ότι δεν έχουμε πράγματι προϊόντα που μπορούν να καταπλήξουν το αγοραστικό κοινό του εξωτερικού;
Όλοι ξέρουν την ρομπόλα. Και πάλι καλά δηλαδή. Αλλά πόσοι ξέρουν την ΣΜΑΖΕ; Τον Σύνδεσμο Ανεξάρτητων Ζυθοποιών Ελλάδος. Και πόσους ακόμη σαν αυτούς που παράγουν γλυκά, κρασί και πόσα ακόμη πράγματα.
Γιατί υπάρχουν ακόμη άνθρωποι σαν τον Τζόναθαν εκεί έξω. Άνθρωποι που θεωρούν ότι σε αυτή τη χώρα όλοι «κάθονται» και αφήνουν τον χρόνο να κυλάει. Αλλά υπάρχει και η άλλη όψη. Είναι όλοι οι υπόλοιποι που μέσα από ένα προϊόν δεν βλέπουν μόνο την επιτυχία. Βλέπουν το πείσμα και την αγάπη ενός κλάδου που πασχίζει να επιβιώσει. Και παρότι ο Τζόναθαν θα ξανάρθει για να γνωρίσει άλλα τόσα, δεν πρόκειται να βγάλω ποτέ από το μυαλό μου εκείνη την φράση που ξεστόμισε την ώρα που δοκίμαζε μία κουταλιά γλυκό σταφύλι.
«Είναι κάτι το περίεργο…ότι έχω δοκιμάσει μέχρι στιγμής έχει γεύση αγάπης και ευτυχίας».