Όσο και αν εκ πρώτης όψεως η δήλωση αυτή δεν περιέχει κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση που ο απερχόμενος πρωθυπουργός δεν παράγει απλά επικοινωνιακό θόρυβο, αλλά μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε ένα κρίσιμο ζήτημα, αυτό του πολιτικού κόστους.
Εμμέσως ο κ. Τσίπρας προσπαθεί να επιρρίψει σε αυτά τα δύο ζητήματα, δηλαδή το τρίτο μνημόνιο και τη συμφωνία των Πρεσπών, τη ραγδαία πολιτική και εκλογική του κατάρρευση, εμφανίζοντας τον εαυτό του ως «θύμα» της πολιτικής υπευθυνότητας, διότι τάχα έβαλε πάνω από το προσωπικό ή το κομματικό συμφέρον το εθνικό. Εξάλλου, με όχημα αυτά τα δύο ζητήματα αποπειράται ανεπιτυχώς να μετακινηθεί προς το κέντρο, αποσκοπώντας τόσο στο μετριασμό της ήττας του, όσο και στην πολιτική του επιβίωση την επόμενη μέρα – καθώς τα άκρα ασκούν γοητεία μόνο στο ζενίθ τους και όχι κατά την επιστροφή τους στο ναδίρ.
Είναι όμως τα πράγματα όπως τα λέει ο κ. Τσίπρας; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Ας τα δούμε ξεχωριστά: Στην μεν περίπτωση του τρίτου μνημονίου αυτό που πλήρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η υπογραφή, αλλά τα ψέματα πριν και μετά την υπογραφή: Και αν στην πρώτη περίοδο κάποιος θα μπορούσε να (παρα)είναι καλόπιστος, η δεύτερη περίοδος δεν είναι τίποτε άλλο παρά φτηνά κόλπα ατάλαντου ταχυδακτυλουργού. Στη δε περίπτωση του Μακεδονικού τιμωρήθηκε η προσπάθεια του κ. Τσίπρα να εργαλειοποιήσει τη διαπραγμάτευση όχι για να κερδίσει ο ίδιος, αλλά για να διασπάσει την αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα να μετατρέψει ένα εθνικό θέμα σε αμιγώς κομματικό.
Και στα δύο ζητήματα, λοιπόν, αυτό που στοίχησε στην απερχόμενη κυβέρνηση δεν ήταν οι ίδιες οι πράξεις της, αλλά η ανειλικρίνεια – στο τρίτο μνημόνιο η ανειλικρίνεια ως προς τα γεγονότα, στη συμφωνία των Πρεσπών η ανειλικρίνεια ως προς τα κίνητρα. Επειδή όμως σε λίγες ώρες οι τύχες της Ελλάδας δεν θα βρίσκονται στα χέρια του κ. Τσίπρα, καλό θα ήταν να ορίσουμε τι είναι πραγματικά το πολιτικό κόστος και κατά πόσο τελικά είναι υπέρ μιας κυβέρνησης οι αποφάσεις της να οδηγούν στη δημιουργία του.
Πολιτικό κόστος είναι η απομάκρυνση των ψηφοφόρων ενός κόμματος εξαιτίας κάποιας πολιτικής επιλογής που δεν τους ικανοποιεί. Αν εξαιρέσουμε τις ακραίες (και άρα σπάνιες) περιπτώσεις πραγματικά έκτακτων και απρόβλεπτων καταστάσεων, το πολιτικό κόστος συνήθως οφείλεται σε δύο αιτίες: Είτε στην αντίθεση μεταξύ προεκλογικών υποσχέσεων και μετεκλογικών πεπραγμένων, είτε στη ανεπαρκή επεξήγηση (και άρα πειθώ) εκ μέρους της κυβέρνησης προς τους πολίτες για μια επικείμενη μεταρρύθμιση.
Όποιες και αν είναι οι προθέσεις μιας κυβέρνησης, τόσο η πρώτη, όσο και η δεύτερη περίπτωση δεν περιέχουν τίποτα ηρωικό, τίποτα ηθικό και τίποτα δηλωτικό ικανότητας, οράματος ή προόδου. Πέρα από τις ακραίες περιπτώσεις που αναφέραμε παραπάνω, στις δημοκρατίες ο τελικός λόγος ανήκει στους πολίτες και οι κυβερνήσεις κρίνονται στην κάλπη (και) από το πόσο σεβάστηκαν τη βούληση της πλειοψηφίας. Στις δημοκρατίες οι πολλοί δεν έχουν πάντα δίκιο, έχουν όμως το δικαίωμα να επιλέξουν το δρόμο που θα ακολουθήσουν, στο πλαίσιο, φυσικά, που προσδιορίζεται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας.
Πέρα όμως από το ηθικό – πολιτικό κομμάτι, η πιο σοβαρή συνέπεια της αγνόησης του πολιτικού κόστους είναι ότι συνήθως οδηγούμαστε σε καταστάσεις διαμετρικά αντίθετες από τις επιδιωκόμενες. Δείτε το παράδειγμα της περιόδου 2009-2014: Ο παλιός δικομματισμός χρεώθηκε ένα τεράστιο πολιτικό κόστος με αποτέλεσμα την άνοδο στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από καθαρή τύχη δεν διέλυσε εντελώς το οικοδόμημα της Μεταπολίτευσης.
Η υποχρέωση των πολιτικών δεν εξαντλείται στο να εμπνεύσουν τους πολίτες λίγο πριν από την κάλπη, αλλά να συντηρήσουν αυτή την έμπνευση σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους. Με όλο το σεβασμό προς πολλούς αξιόλογους δημοσιολόγους που καλούν την επόμενη κυβέρνηση να αψηφήσει το πολιτικό κόστος, η προτροπή αυτή όχι μόνο είναι ασύνειδα αντιδημοκρατική, είναι κυρίως ατελέσφορη και ζημιογόνα προς τις ιδέες και τις προθέσεις τους.
Η επόμενη κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε τεράστιες προκλήσεις που θα καθορίσουν εν πολλοίς το μέλλον της χώρας για αρκετά χρόνια. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία ξεκινούν με ένα σημαντικό προνόμιο: Ότι, αν υλοποιήσουν όσα έχουν δεσμευτεί, κανείς δεν θα μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι δεν ήξερε όταν ψήφιζε. Είναι ένα προνόμιο που κέρδισαν ο ίδιος και το κόμμα χάρη στη σκληρή δουλειά, τη μεθοδικότητα και τον προγραμματισμό τριών και πλέον ετών.
Η τετραετία που ανατέλλει έχει και μια επιπλέον πρόκληση: Η υλοποίηση αυτού του προγράμματος να γίνει ανοιχτά, δίνοντας στους πολίτες τη δυνατότητα να γίνουν οργανικό κομμάτι αυτής της αλλαγής και όχι απλοί θεατές της. Να πάμε πόρτα – πόρτα, να πείσουμε τους πολίτες ότι οι αποφάσεις που θα λάβουμε είναι μέρος ενός ευρύτερου οδικού χάρτη που μας οδηγεί ενωμένους στο ξέφωτο, δηλαδή σε μια Ελλάδα καλύτερη για όλους. Το πολιτικό κόστος θα έρθει αν αποτύχουμε, όχι αν κάνουμε με το σωστό τρόπο όσα έχουμε δεσμευτεί για να πάμε την Ελλάδα μπροστά.
*Δικηγόρος, εκπρόσωπος τύπου ΟΝΝΕΔ