Γράφει ο Πάνος Αμυράς
Πριν από λίγες εβδομάδες η κοινή γνώμη είχε εξοργισθεί από τη σύλληψη μιας 82χρονης που πωλούσε σε λαϊκή αγορά της Θεσσαλονίκης τα κεντήματά της, προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά της. Η προσαγωγή της στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, όπου έδωσε τα δακτυλικά της αποτυπώματα ως κοινός εγκληματίας, είχε καταδικασθεί από όλους.
Στην πράξη, ωστόσο, δεν άλλαξε το παραμικρό, ώστε η συμπαθής ηλικιωμένη να μπορεί να πουλάει νόμιμα την πραμάτειά της. Η ισχύουσα νομοθεσία είναι απαγορευτική για να μπορεί η 82χρονη να συμμετέχει στις λαϊκές αγορές με «χαρτιά» επαγγελματία και να μη φοβάται τη σύλληψη. Οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις για το άνοιγμα δραστηριότητας είναι κυριολεκτικώς βουνό, ιδίως για πολίτες που αναζητούν απλώς έναν τρόπο επιβίωσης και όχι να στήσουν «πολυεθνικές» επιχειρήσεις.
Στη Νίκαια η κατάληξη ήταν ακόμη πιο δραματική από τις χειροπέδες της ηλικιωμένης, καθώς σημαδεύθηκε από την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής.
Γιατί όμως έχουμε φτάσει στο σημείο η παράνομη εργασία να αποτελεί τη μοναδική επιλογή για χιλιάδες εργαζόμενους; Στην περίπτωση των νοσοκομείων, οι ελλείψεις νοσηλευτών είναι γνωστές, με αποτέλεσμα οι συγγενείς των ασθενών να υποχρεώνονται να καταφεύγουν στην πρόσληψη αποκλειστικών νοσοκόμων από την αγορά.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι «αποκλειστικές» εργάζονται με συγκεκριμένες αμοιβές, που επιβαρύνονται με ασφαλιστικές εισφορές και φόρους, ενώ επιλέγονται με βάση έναν κατάλογο που τηρούν τα νοσοκομεία.
Πολλοί συγγενείς ασθενών καταφεύγουν σε αποκλειστικές εκτός λίστας, είτε γιατί δεν βρίσκουν είτε γιατί δεν μπορούν να καλύψουν τη δαπάνη της επίσημης πρόσληψης. Ετσι αναζητούν γυναίκες που εργάζονται παράνομα με χαμηλότερες αμοιβές από την νομοθετημένη λίστα. Οπως προκύπτει από το ρεπορτάζ και η αλλοδαπή που σκοτώθηκε στο νοσοκομείο της Νίκαιας ανήκε σε αυτή την κατηγορία εργαζομένων.
Το πρόβλημα της μαύρης εργασίας έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια, όσο κι αν το υπουργείο Εργασίας υποστηρίζει ότι προσπαθεί με τους ελέγχους του να το περιορίσει. Η κυβέρνηση ανέβασε στα ύψη τις επιβαρύνσεις πριμοδοτώντας την εργασία χωρίς ένσημα.
Στην περίπτωση των νοσοκομείων, είναι σαφές ότι απαιτείται η ενίσχυση του νοσηλευτικού προσωπικού. Οι ανάγκες είναι πολλές, οι φορολογούμενοι πληρώνουν για δωρεάν υγεία αλλά στην πράξη πρέπει να πληρώσουν από την τσέπη τους προκειμένου να βρουν έναν άνθρωπο που θα φροντίζει τους ασθενείς.
Σε ό,τι αφορά τις αποκλειστικές πρέπει να εξορθολογιστεί το μη μισθολογικό κόστος ώστε να μην υπάρχει κίνητρο για μαύρη εργασία. Με το σημερινό καθεστώς η δαπάνη για μία νοσοκόμα αυξάνεται με ποσοστό άνω του 40% λόγω φόρων και εισφορών. Για ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, όπως για το προσωπικό στον χώρο της υγείας, θα μπορούσαν να προβλεφθούν χαμηλοί φόροι και εισφορές.
Με αυτό τον τρόπο, οι «αποκλειστικές» να είναι νόμιμες και το κόστος να μπορούν να το αντέξουν οι συγγενείς των ασθενών, χωρίς να καταφεύγουν σε «παρανομίες» με απρόβλεπτες ή και δραματικές συνέπειες, όπως είδαμε στην περίπτωση της Νίκαιας.
Το κράτος έτσι έχει όπως δομήσει τη λειτουργία αδειοδότησης για άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας ωθεί αρκετούς πολίτες στη «μαύρη εργασία». Το πώς θα αντιμετωπισθεί το ζήτημα είναι ζήτημα πολιτικής.
Μία λύση είναι να υπάρξει σημαντική μείωση φόρων και εισφορών για να μπορούν όλοι να εργάζονται νόμιμα και να μη φτάνουμε σε τραγωδίες για να ανακαλύπτουμε προβλήματα, που μέχρι τώρα κρύβουμε κάτω από το χαλί, μέχρι να αποκαλυφθούν με τραγικό ορισμένες φορές τρόπο.
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου