Στο Μνημόνιο, που όχι μόνο δεν σκίστηκε όπως υποσχόταν προεκλογικά ο Αλ. Τσίπρας για να ανέλθει στην εξουσία, αλλά εμπλουτίστηκε κιόλας με νέα σκληρά μέτρα που υπέγραψε ως πρωθυπουργός, η κυβέρνηση ακολούθησε πολιτική ισοπέδωσης της πραγματικής οικονομίας.
Υπερφορολόγησε τους πάντες και τα πάντα με μοναδικό κριτήριο την επίτευξη θηριωδών πλεονασμάτων, πιο υψηλών ακόμα και από τους στόχους που τέθηκαν στη συμφωνία με τους δανειστές. Από εκεί που κατήγγειλε το 2014 τα «ματωμένα» πλεονάσματα του 0,5% – 1% της κυβέρνησης Σαμαρά, ο κ. Τσίπρας έφθασε να δεσμεύεται για πλεονάσματα 4% και 4,5%.
Αυτό έγινε σε βάρος των φορολογουμένων και της χρηματοδότησης των νέων, της παιδείας και των υπηρεσιών του συστήματος υγείας.
Σε αυτά τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τα μέτρα λιτότητας ξεπέρασαν τα 15 δισ. ευρώ, ενώ τα κοινωνικά μερίσματα που μοιράστηκαν είναι της τάξης του 1 – 1,5 δισ. ευρώ. Και αυτό διαλύοντας τον παραγωγικό ιστό, διώχνοντας τους νέους στο εξωτερικό, στέλνοντας τους επαγγελματίες στην Κύπρο και τη Βουλγαρία με τις αυξήσεις εισφορών και επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο τους οικονομικά ασθενέστερους με την εκτίναξη της έμμεσης φορολογίας.
Η πολιτική αυτή θα πρέπει να τερματιστεί μια και καλή. Τα πλεονάσματα να προσγειωθούν τουλάχιστον έως το όριο του 3,5%. Και κυρίως είναι ανάγκη τα πλεονάσματα αυτά να προέρχονται από τη μεγέθυνση της οικονομίας. Δηλαδή η ανάπτυξη να είναι αυτή που δημιουργεί τα πλεονάσματα και όχι τα πλεονάσματα να πνίγουν την οικονομία.
Αυτή είναι και η βασική διαφορά στην οικονομική πολιτική μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας, η οποία προτείνει μείωση των φόρων και χαμήλωμα των πλεονασμάτων για να ελαφρυνθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, να έλθουν επενδύσεις και να λειτουργήσει η πραγματική οικονομία. Οι πολίτες τα γνωρίζουν πολύ καλά όλα αυτά και θα δώσουν την απάντησή τους στην κάλπη.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου