Γράφει ο Γιάννης Ευαγγελίδης
Οταν δηλαδή προσπαθούσε να προσεγγίσει επιχειρηματίες και να τους χρησιμοποιήσει προκειμένου να οργανώσει τη δική του διαπλοκή.
Η κυβερνητική αντίδραση στις βαρύτατες καταγγελίες Μαρινάκη για Καλογρίτσα και Παππά, που αγγίζουν και τον πρωθυπουργό, όχι μόνο δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις στα όσα αποκάλυψε ο επιχειρηματίας, αλλά, αντιθέτως, γέννησε ακόμα περισσότερες απορίες στην κοινή γνώμη σχετικά με το σύστημα διαπλοκής που ήθελε να στήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Καμία κουβέντα για τα ραντεβού τού τότε υπουργού Επικρατείας στο γραφείο και το σπίτι του εφοπλιστή ή για τις συναντήσεις στο Μέγαρο Μαξίμου.
Οι καταγγελίες εξηγούν πολλά από αυτά που εμβρόντητοι παρακολουθούσαν οι πολίτες την εποχή του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, μία από τις οποίες θα πήγαινε στον εργολάβο Καλογρίτσα, που αποκαλύφθηκε ότι επί ΣΥΡΙΖΑ είχε λάβει χρηματοδότηση από την Τράπεζα Αττικής, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν είχε τα χρήματα για να πάρει την άδεια. Γι’ αυτό φαίνεται ότι, σύμφωνα με όσα είπε ο Β. Μαρινάκης, μεσολάβησε ο Ν. Παππάς εν γνώσει του πρωθυπουργού, προκειμένου να δανείσει ο εφοπλιστής το ποσό της προκαταβολής των 20,5 εκατ. ευρώ που χρειαζόταν ο Καλογρίτσας. Αν προσθέσουμε και την άλλη καταγγελία Μαρινάκη, ότι του ζητήθηκε να τοποθετήσει διευθυντές της αρεσκείας του ΣΥΡΙΖΑ στο «Βήμα», στα «Νέα» και το in.gr, γίνεται αντιληπτό ότι στόχος του Μαξίμου δεν ήταν μόνο να δημιουργήσει ένα ισχυρό σύστημα διαπλοκής, και μάλιστα χωρίς λεφτά, αλλά να ελέγξει επίσης τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Όπως ακριβώς δηλαδή ήθελε να χειραγωγήσει τις ανεξάρτητες Αρχές και τη Δικαιοσύνη. Γίνεται αντιληπτό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, που επαγγελλόταν το νέο και το χτύπημα της διαπλοκής, επιστράτευσε τις πιο παλαιοκομματικές μεθόδους που έχουν εφαρμοστεί ποτέ για να στηρίξει το καθεστώς που δημιούργησε.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής