Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Στην περίπτωση του διαλόγου Μυρσίνης Ζορμπά-Κώστα Βαρώτσου, οι πολίτες θα πρέπει να επιλέξουν αυθαίρετα ποιον πιστεύουν. Την υπουργό Πολιτισμού, που αρνείται την πρόταση για μεταφορά του «Δρομέα» στα Σκόπια, ή τον γνωστό δημιουργό, που επιμένει ότι δέχθηκε την «ανήθικη πρόταση»; Οι περισσότεροι φαίνεται πως πείθονται από τον δεύτερο, διότι δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά και συμφωνία Πρεσπών χωρίς παρατράγουδα.
Η ΑΝΑΓΚΗ του ΣΥΡΙΖΑ να δείξει πόσο πετυχημένη είναι η συμφωνία των Πρεσπών γίνεται αυτόματα ανάγκη και για τους υπουργούς και τα στελέχη που τη στήριξαν. Οπως η ίδια η κ. Ζορμπά, η οποία αισθάνεται πως πρέπει με τη σειρά της να αποδείξει πως πρόκειται για ένα «μεγάλο επίτευγμα της κυβέρνησης» που «έδειξε ποιες είναι οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις σε αυτή τη χώρα», όπως είπε πρόσφατα σε συνέντευξή της. Αυτές οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, λοιπόν, φαίνεται πως ήθελαν να ανταλλάξουν ένα εμβληματικό τοπόσημο της πρωτεύουσας, όπως είναι ο 8μετρος «Δρομέας», με ένα άγαλμα -πιθανόν κακόγουστο, αλλά και αριστούργημα να ήταν δεν θα άλλαζε τίποτα- από τη γειτονική χώρα. Προφανώς, για να συσφίξουν και άλλο τις σχέσεις τους Τσίπρας και Ζάεφ.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
ΠΟΣΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ θα ήταν, βέβαια, αν οι «υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις σε αυτή τη χώρα» έδειχναν την ίδια ζέση και αγωνία και για άλλα σημεία του «επιτεύγματος». Οπως είναι η γλώσσα και τα επιχειρηματικά σήματα. Και τα δύο δέχονται ήδη χτυπήματα και δεν είναι διόλου καλλιτεχνικά. Πριν από λίγες ημέρες, σε μια μεγάλη έκθεση βιολογικών προϊόντων στη Γερμανία, το περίπτερο των επιχειρηματιών της Βόρειας Μακεδονίας διαφήμιζε τα προϊόντα τους ως «μακεδονικά» σκέτο. Ούτε «βόρεια» ούτε τίποτα. Είναι προφανές πως έτσι θα συνεχίσουν και αν αναγκαστούν, θα βάλουν ένα «β» τόσο μικρό, που δεν θα είναι ορατό ούτε με κιάλια Αμερικανού πεζοναύτη…
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΕΣ ημέρες επίσης, το Ουράνιο Τόξο ζήτησε τη διδασκαλία της «μακεδονικής γλώσσας» στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Σήμερα μπορεί κανείς να μην του δίνει σημασία -πλην του υπουργού Παιδείας, που υποστηρίζει ότι πρέπει να συνομιλούμε με όλους-, τι θα γίνει όμως στο μέλλον, όταν κάποιος λιγότερο στιγματισμένος και πιο «ανεξάρτητος» φορέας το ζητήσει; Οταν, για παράδειγμα, συσφιχθούν κι άλλο οι επιχειρηματικές σχέσεις, δεν θα μπορούσε κάποια επιχείρηση να ζητά ως προσόν από τα στελέχη της να γνωρίζουν τη «μακεδονική»; Με ποιο επιχείρημα θα βρεθεί δικαστήριο να αρνηθεί σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών να διδάσκει και τη «μακεδονική» δίπλα στην αγγλική ή την τουρκική γλώσσα;
ΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ όμως στη «διεθνή γλώσσα» του πολιτισμού, όπου για την Ελλάδα τουλάχιστον έχουμε δύο δεδομένα: Πρώτον, πολιτιστικές ανταλλαγές πάντα γίνονταν. Αρχαία και σύγχρονα έργα τέχνης έχουν ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο, όχι πάντα στο αυστηρό πλαίσιο του πολιτισμού, αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης πολιτιστικής διπλωματίας. Δεύτερον, τα έργα τέχνης σε δημόσιο χώρο δεν είχαν ποτέ καλή τύχη. Είτε έμπαιναν σε λάθος θέσεις είτε δεν έμπαιναν καθόλου είτε βανδαλίζονταν. Ο γίγαντας από γυαλί και ατσάλι του Κώστα Βαρώτσου, παρά τις αρχικές του περιπέτειες, ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις που τελικά βρήκαν τη θέση που τους άξιζε. Μέχρι που κινδύνευσε να αποτελέσει μέρος μιας κακής ιδέας στο πλαίσιο μιας κακής πολιτιστικής διπλωματίας.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής