Γράφει ο Τάσος Αναστασάτος
Ωστόσο, η ανάκαμψη είναι ευαίσθητη στις μεταβολές του περιβάλλοντος και, το κυριότερο, δεν αφορά εξίσου όλες τις συνιστώσες του ΑΕΠ. Οι εξαγωγές αυξάνονται και ο τουρισμός καταγράφει ρεκόρ αφίξεων και εσόδων, αν και το δίμηνο Αυγούστου – Σεπτεμβρίου παρουσίασε σημαντική επιβράδυνση. Οσο όμως η οικονομία ανοίγει βήμα, οι εισαγωγές αυξάνονται ακόμη ταχύτερα, με αποτέλεσμα η καθαρή συνεισφορά του εξωτερικού τομέα να μεταστρέφεται σε αρνητική.
Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι ασθενική και βασίζεται σε ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων από τα νοικοκυριά, γεγονός που γεννά ερωτηματικά σχετικά με τη βιωσιμότητά της. Η δημόσια κατανάλωση συγκρατείται, ενδεχομένως στην προσπάθεια υπέρβασης του δημοσιονομικού στόχου.
Το πιο ανησυχητικό μήνυμα όμως έρχεται από τις επενδύσεις. Κάνοντας τις προσαρμογές για κάποιες στατιστικές ανακατατάξεις και εποχικές αυξομειώσεις στα τμήματα των αγορών πλοίων και των δημόσιων έργων υποδομής, η υπολανθάνουσα τάση μεταβολής των επενδύσεων δεν είναι πολύ διαφορετική από το μηδέν. Ως αποτέλεσμα, το κεφαλαιουχικό απόθεμα της χώρας συνεχίζει να συρρικνώνεται (μείωση €70 δισ. μεταξύ 2010-2017), δεδομένου ότι οι αποσβέσεις είναι μεγαλύτερες από τη δημιουργία νέου κεφαλαίου.
Με αυτή την αφετηρία, η πορεία της οικονομίας το 2019 περιβάλλεται από αβεβαιότητες. Ο προϋπολογισμός προβλέπει για το 2019 ανάπτυξη 2,5% και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία στη φθινοπωρινή της έκθεση προέβλεπε ανάπτυξη 2,2%, βλέπει ανοδικό περιθώριο από την αύξηση της ζήτησης λόγω της ακύρωσης των περικοπών των συντάξεων. Ωστόσο, και παραβλέποντας προς στιγμήν την πιθανότητα αρνητικών διαρθρωτικών επιπτώσεων από αυτή την επιλογή στο μεσοχρόνιο διάστημα, στις προοπτικές του 2019 υπάρχει και μία σειρά πτωτικών κινδύνων. Το εξωτερικό περιβάλλον γίνεται βαθμιαία λιγότερο υποστηρικτικό και η εξωτερική ζήτηση, η οποία παρέσερνε προς τα πάνω την ελληνική οικονομία, πιθανώς δεν θα συνεχίσει να αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό.
Kινεζική απόβαση στην πίσω αυλή του Τραμπ
Η επιβράδυνση στην ευρωζώνη, τον κύριο εμπορικό εταίρο της χώρας, είναι ήδη ορατή και αυτό θα επηρεάσει τόσο τις εξαγωγές αγαθών όσο και τον τουρισμό. Ζητήματα όπως το Brexit, η αντιπαράθεση για τον ιταλικό προϋπολογισμό, η βαθμιαία σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ, η τουρκική κρίση και η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας προσθέτουν επιπλέον μεταβλητότητα. Υπάρχουν όμως και εγχώριοι κίνδυνοι, οι οποίοι αφορούν, κυρίως, στην πιθανότητα αναστροφής μεταρρυθμίσεων και την αβεβαιότητα που γεννά ο εκλογικός κύκλος.
Ας κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα. Η ελληνική οικονομία έχει δυναμικό ταχύτερης ανάπτυξης από τη σημερινή, λόγω των αναμφισβήτητων συγκριτικών της πλεονεκτημάτων. Για να μετουσιωθεί όμως αυτό το δυναμικό σε αποτελέσματα, είναι αναγκαίο να ενισχύσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της οικονομίας μας, ώστε να προσελκύσουμε επενδύσεις.
Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι να επιδείξουμε αποφασιστικότητα στην προώθηση εκείνων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αντιμετωπίζουν τις πάγιες παθογένειες και τα προβλήματα που κληρονόμησε η κρίση και δεν έχουν αντιμετωπιστεί ακόμη επαρκώς. Οποια οπισθοδρόμηση γίνει θα τιμωρηθεί σκληρά από τις αγορές.
*O Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών
Από το ειδικό ένθετο Οικονομία που κυκλοφορεί με τον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]