Γράφει ο Μπάμπης Παπαπαναγιώτου
Ακόμα και το εφιαλτικό καλοκαίρι του 2015, όταν έκανε την «ιστορική κωλοτούμπα» του δημοψηφίσματος κι αμέσως μετά ψήφισε το χειρότερο μνημόνιο, ο Α. Τσίπρας ήταν σε ένταση, αλλά θυμωμένος δεν έδειχνε. Oμως, χθες στη Βουλή θύμωσε. Και δεν το έκρυψε. «Νιώθω την ανάγκη να βγω από τα ρούχα μου», είπε κι αμέσως μετά ξέσπασε.
ΚΙ ΕΧΕΙ σημασία γιατί και πώς ξέσπασε. Βγάζοντας από μέσα του έναν θυμό που έμοιαζε να είναι συσσωρευμένος. Ισως εδώ και πολλούς μήνες, αφότου προφανώς κατάλαβε ότι η ιστορία στο «κεφάλαιο Πρώτη Φορά Αριστερά» θα γράψει κάποτε «πιθανώς η μεγαλύτερη μεταπολεμική αποτυχία». Και δίπλα θα υπάρχει η φωτογραφία του. Ο πρωθυπουργός ξέσπασε, απαντώντας στον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος του είπε κατά πρόσωπο ότι αντάλλαξε τη μη περικοπή των συντάξεων με το Σκοπιανό. Αυθόρμητα ένιωσε την ανάγκη να «μεταφράσει» την ευθεία κατηγορία του προέδρου της Ν.Δ., λέγοντας δεν είμαστε ούτε «προδότες», ούτε «μειοδότες». Ο Κ. Μητσοτάκης δεν χρησιμοποίησε κανέναν απ’ αυτούς τους όρους. Ομως ο Α. Τσίπρας έτσι τους μετέφρασε. Ισως γιατί αφουγκραζόμενος την κοινωνική βοή φοβάται ότι αυτοί οι βαρύτατοι και ασήκωτοι χαρακτηρισμοί ενδέχεται να είναι συνοδοί του στο μέλλον. Δεν είναι τυχαίο απ’ αυτή την άποψη ότι χθες ο πρωθυπουργός άφησε για πρώτη φορά ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην κυρωθεί η συμφωνία των Πρεσπών, «αν δεν τηρηθεί το πνεύμα και το γράμμα της».
ΕΙΝΑΙ φανερό πλέον και γίνεται όλο και πιο φανερό όσο πλησιάζει η ώρα της κύρωσης-η ώρα μηδέν ότι το Μ. Μαξίμου το ξέρει. Και κυρίως το νιώθει ότι αυτή η συμφωνία είναι σε κραυγαλέα αναντιστοιχία με το δημόσιο αίσθημα και το φρόνημα της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Ξέρει, ακόμα, ότι μετά τα «αποκαλυπτήρια Ζάεφ» έχει δυσκολέψει και το πρακτικό κομμάτι της κύρωσης. Η πριν από 15 μέρες «σίγουρη και άνετη» πλειοψηφία, πλέον, είναι αβέβαιη. Και σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν καταφέρει να συγκεντρώσει 151 ψήφους -με τις ψήφους βουλευτών οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «αποστάτες» στη διάλεκτο του ΣΥΡΙΖΑ- αυτή δεν παύει να είναι μια πολύ μικρή πλειοψηφία, αδύναμη και ανίσχυρη να αναμετρηθεί με το ιστορικό βάρος που ενδεχομένως θα επιχειρήσει να σηκώσει.
Ο Α. ΤΣΙΠΡΑΣ ξέρει επίσης ότι βρίσκεται στο τέλος των 1.417 ημερών της εξουσίας του και όχι στην αρχή των 100 ημερών από την «έξοδο από τα μνημόνια». Ξέρει, δηλαδή, ότι δεν έχει πολιτικό χρόνο για να αλλάξει την εικόνα. Αλλά προφανώς νιώθει ότι δεν έχει κι άλλο πολιτικό κεφάλαιο για να επενδύσει, προκειμένου να αγοράσει χρόνο. Αυτό το μίγμα φόβου, αδυναμίας και αίσθησης αποτυχίας παράγει θυμό. Οχι τον θυμό του ανθρώπου που θυμώνει γιατί αδικήθηκε ή γιατί θίχτηκε η αξιοπρέπειά του. Αλλά τον θυμό εκείνου που ξέρει ότι απέτυχε και φοβάται τις συνέπειες της αποτυχίας του. Πέρασαν 4 χρόνια από τότε που η εμφάνιση του Α. Τσίπρα, μαζί με τον Γ. Βαρουφάκη και τον Π. Λαφαζάνη στο ευρωπαϊκό στερέωμα, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, όχι μόνο στην Ευρώπη. Πολλοί βιάστηκαν τότε να μιλήσουν για το «νέο αστέρι» της παγκόσμιας πολιτικής και τον «χαρισματικό ηγέτη».
ΤΕΣΣΕΡΑ χρόνια μετά η εικόνα του Α. Τσίπρα είναι εντελώς διαφορετική. Το άλλοτε νεανικό και φρέσκο πολιτικό πρόσωπό του δείχνει ήδη γερασμένο. Αλλά και χαραγμένο από «ρυτίδες». Από εκείνες που δημιουργεί η έστω κι έμμεση εμπλοκή σε υποθέσεις που παραπέμπουν σε σκάνδαλα. Η ΔΕΠΑ και ο «Μανώλης του Παππά» είναι μία απ’ αυτές. Και δεν είναι τυχαίο ότι η δεύτερη φορά που θύμωσε χθες ο πρωθυπουργός ήταν όταν απαντούσε στις όχι και τόσο έντονες αιχμές του Κ. Μητσοτάκη για τις σκανδαλώδεις υποθέσεις. Εκεί ξανά θύμωσε ο Α. Τσίπρας. Κι άρχισε να μιλάει έντονα για «σκανδαλολογία» και fake news, χωρίς όμως να απαντά -πάλι- επί της ουσίας. Ηξερε, ωστόσο, ότι μιλούσε για το χαμένο «ηθικό πλεονέκτημα» της αριστεράς. Το ένα από τα δύο «βαριά» όπλα που είχε στον δρόμο προς την εξουσία. Το άλλο ήταν ο θυμός του κόσμου. Ο οποίος φαίνεται ότι τώρα έχει γίνει δικός του θυμός.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Γιατί «όλο και πιο χαμηλά»;
Οταν ο Π. Τατσόπουλος είχε πει την περίφημη ατάκα για «τη μισή Αθήνα που έχει πάρει», ήταν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Α. Τσίπρας τότε πιθανώς να είχε διακρίνει και θετικά στοιχεία στη δήλωση του πρώην βουλευτή του. Ενόχληση πάντως δεν υπήρξε. Γιατί αν είχε υπάρξει, προφανώς θα είχε υπάρξει και αντίδραση. Και αντίδραση δεν υπήρξε. Χθες ο πρωθυπουργός «απαντώντας» στην κριτική του Κ. Μητσοτάκη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το «νέο» αλλά το παλιό, αφού έχει μαζέψει το μισό παλιό ΠΑΣΟΚ, επιτέθηκε με πρωτοφανή τρόπο στον πρώην βουλευτή του.
Αφού τον χαρακτήρισε «απολειφάδι της πολιτικής ζωής», μετά ρώτησε τον πρόεδρο της Ν.Δ. αν τον πήρε στο κόμμα του για «να πάρει και την άλλη μισή Αθήνα»… Ο σεξισμός, το πεζοδρομιακόν του πράγματος και η λεκτική βία είναι προφανή. Το ερώτημα όμως είναι άλλο. Δεδομένου ότι είναι φανερό πως ο «ζορισμένος» Α. Τσίπρας έχει επιλέξει να κατεβάζει όλο και πιο χαμηλά το επίπεδο της αντιπαράθεσης: Το κάνει επίτηδες ή απλώς έτσι του «βγαίνει»; Αν του «βγαίνει», απλώς συμπαρασύρει μαζί του ολόκληρη την κοινωνία. Και τη βουλιάζει εκεί που νιώθει πιο άνετα, «στα νερά» του, ο ίδιος. Το αποτέλεσμα ούτως ή άλλως έχει πάρα πολλά αρνητικά και τίποτα θετικό. Αν, πάλι, το κάνει επίτηδες, τότε είναι ακόμα πιο ανησυχητικό. Γιατί, αν είναι όντως έτσι, με τη συμπεριφορά του σπρώχνει την κοινωνία συνειδητά στη βία. Αρχικά στη λεκτική βία, η οποία στη συνέχεια αρκετές φορές και αρκετά εύκολα εξελίσσεται και σε σωματική. Και επειδή το τέλος του βίου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν φαίνεται να είναι μακριά πια, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αντιπολίτευση αλά ΣΥΡΙΖΑ πάντα έχει μια θέση για «κοινωνική βία»…
Απορίες
1. Τυχαίο δεν ήταν το «παράδειγμα» που έδωσε ο πρωθυπουργός με τον τζογαδόρο στη ρουλέτα;
2. Καλά, η κυβέρνηση μείωσε μόνο 3 από τους 29(!) φόρους που επέβαλε η ίδια και απαιτεί και… ευγνωμοσύνη; Παίζει χωρίς αντίπαλο…
3. Γιατί νομίζω πως δεν του ξέφυγε του Ν. Βούτση ότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο;
Από την στήλη «ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ» στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]