Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Ομως, αυτό είναι ένα μέρος μόνο μιας ιστορίας που στο σύνολό της έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον. Το καταγράφει ο ίδιος ο αρθρογράφος στο βιβλίο του «Ελλάδα Γιουγκοσλαβία / Γέννηση και εξέλιξη μιας κρίσης» (εκδόσεις «Θεμέλιο», 1991). Πρόκειται στην ουσία για μια κριτική επισκόπηση της στάσης που κράτησαν τα «προγονικά» των σημερινών παρατάξεων κόμματα (ΕΡΕ, Ενωση Κέντρου, ΚΚΕ, ΕΔΑ) για το Μακεδονικό Ζήτημα, η οποία, σύμφωνα με το μελετητή, επηρεαζόταν περισσότερο από εσωτερικές σκοπιμότητες και λιγότερο από τα εθνικά κριτήρια. Από αυτήν τη στάση όχι μόνο δεν αποτέλεσε εξαίρεση η ελληνική Αριστερά, για την οποία ο πρωθυπουργός προέταξε τα στήθη του από το βήμα της Βουλής, λέγοντας με στόμφο ότι «εμπόριο πατριωτισμού και πατριδοκαπηλίας στην παράταξη της Αριστεράς δεν θα κάνετε, εσείς κ. Μητσοτάκη». Αντίθετα, η Αριστερά διακρίθηκε για τις οβιδιακές μεταμορφώσεις της που μεταβάλλονταν ανάλογα με τη σοβιετική πολιτική.
«ΕΝΑ ΘΕΜΑ κατεξοχήν εθνικό, «ευαίσθητο», και για το οποίο οι πάντες διαδηλώνουν ότι άπτεται των «οσίων και ιερών» του έθνους, γίνεται επανειλημμένα και έντονα αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης, και μάλιστα με εναλλασσόμενους ρόλους των κομμάτων», έγραφε το 1991 ο Σ. Βαλντέν, αναφερόμενος στην περίοδο της κρίσης 1961-62 αλλά και σε όλη την περίοδο 1959-1967. Ο συγγραφέας αναφέρεται τόσο στις αντιφάσεις ή διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε στελέχη της Ενωσης Κέντρου αλλά και της ΕΡΕ, καθώς και ότι η στάση των κομμάτων εναλλασσόταν, όπως για παράδειγμα η Ενωση Κέντρου που κατήγγειλε την ΕΡΕ το 1961-62, αλλά το 1964-65 ακολούθησε την πολιτική που καταδίκαζε.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
ΑΚΡΟΒΑΤΙΣΜΟΙ, όμως, ίσως οι εντυπωσιακότεροι όλων, υπήρξαν στην ελληνική Αριστερά, η οποία μάλιστα το 1949, στην 5η Ολομέλεια, είχε τοποθετηθεί υπέρ της ανεξάρτητης Μακεδονίας. Γρήγορα, βέβαια, η απόφαση ανακλήθηκε, αλλά το «προπατορικό αμάρτημα», όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, είχε γίνει. Τη δεκαετία του ’50 η ελληνική Αριστερά βρέθηκε απέναντι στον Τίτο (αφού ήταν στα μαχαίρια με τον Στάλιν), άρα εκ των πραγμάτων συνέπιπτε σε πτυχές του θέματος με τη συντηρητική παράταξη. Ταυτόχρονα όμως αναγνώριζε την ύπαρξη σλαβομακεδονικής μειονότητας. Μετά, γράφει ο Σ. Βαλντέν, «η προσέγγιση των Γιουγκοσλάβων με τους σοβιετικούς κομμουνιστές υποχρεώνει το ΚΚΕ να αλλάξει στάση». Μάλιστα, ο μελετητής «εντυπωσιάζεται τόσο από τους ακροβατισμούς που επιτρέπουν στο μόνο κόμμα που αναγνωρίζει την ύπαρξη μειονότητας να είναι ο πιο σκληρός κατήγορος της Γιουγκοσλαβίας που θέτει τέτοιο θέμα (1950-1961), αλλά και από την ικανότητα της να “ξεφεύγει” από κάθε σχεδόν τοποθέτηση επί ένα σχεδόν χρόνο (1961-1962), σε ένα ζήτημα που απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη».
ΑΛΛΑ, ΑΝ ΑΥΤΑ μας φαίνονται πολύ μακρινά, μπορούμε να τρέξουμε το χρόνο μπροστά και να φθάσουμε στο 2008. Τότε που μια ομάδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσά τους ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, η Τασία Χριστοδουλοπούλου και ο Νίκος Καρανίκας, λίγες ημέρες πριν από τη Σύνοδο του Βουκουρεστίου, υπέγραφε κείμενο σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει κανένα «εθνικό συμφέρον» που να διακυβεύεται εάν δοθεί η δυνατότητα στη γειτονική χώρα να διατηρήσει τη συνταγματική της ονομασία (Δημοκρατία της Μακεδονίας).
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣ ότι τα χρόνια, τα δεδομένα, οι ιστορικές συγκυρίες και τα πρόσωπα αλλάζουν. Αυτό όμως που παραμένει αναλλοίωτο είναι η προσπάθεια κομματικής κεφαλαιοποίησης κάθε εξέλιξης γύρω από το Μακεδονικό. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί η ανερυθρίαστη παραδοχή του Αλέξη Τσίπρα στο ερώτημα γιατί δεν ζητά από την ελληνική Βουλή να του δώσει έγκριση για να υπογράψει τη συμφωνία: «Αυτό που κέρδισα στη διαπραγμάτευση με τον Ζόραν Ζάεφ, δηλαδή ότι από την ελληνική Βουλή η συμφωνία θα περάσει μετά την κύρωση από τα Σκόπια, να το δώσω στο Μητσοτάκη;». Ετσι, είναι έτοιμος να βάλει την υπογραφή του σε μια συμφωνία με την οποία διαφωνούν όλοι, ακόμα και η Αριστερά, που το όνομά της επιμένει να επικαλείται.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]