Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Με βάση αυτό το πρόγραμμα ο ισολογισμός της τράπεζας αυξήθηκε κατά 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ με στόχο, ο οποίος επετεύχθη πλήρως, να πέσουν τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου των υπερχρεωμένων χωρών, να χρηματοδοτηθεί με ανταγωνιστικούς όρους ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας και να ενισχυθεί η ανάπτυξη στην ευρωζώνη.
Γερμανικές αντιδράσεις
Το εντυπωσιακό είναι ότι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κ. Ντράγκι, κατάφερε να ξεπεράσει τις γερμανικές αντιδράσεις στην πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας θεωρούσε από την αρχή ότι με την ποσοτική χαλάρωση μπορούσαν να δημιουργηθούν πληθωριστικές πιέσεις και να δοθεί κίνητρο σε ασυνεπείς, από δημοσιονομική άποψη, κυβερνήσεις να συνεχίσουν τις ίδιες πρακτικές και να αποφύγουν τις μεταρρυθμίσεις, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού για τη διαχείριση του χρέους.
Ο Μάριο Ντράγκι αντιστάθηκε στις πιέσεις των Γερμανών και πολλών άλλων που σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, έφτασε όμως η ώρα να εγκαταλείψει μία πολιτική που συνέβαλε στην οικονομική ανάκαμψη της ευρωζώνης.
Από τη στιγμή που έχει επιτευχθεί ικανοποιητικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης τα τελευταία πέντε χρόνια η ποσοτική χαλάρωση γίνεται λιγότερο αναγκαία. Ταυτόχρονα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ μπήκε και αυτή, εξαιτίας των καλών επιδόσεων της αμερικανικής οικονομίας, σε περίοδο σταδιακής αύξησης των βασικών επιτοκίων αυξάνοντας την πίεση να κινηθεί και η ΕΚΤ προς αυτή την κατεύθυνση.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η πρόσφατη άνοδος της διεθνούς τιμής του πετρελαίου κατά 40% – 50% από τα πολύ χαμηλά επίπεδα των τελευταίων ετών αύξησε τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη προς το όριο του 2% που έχει θέσει η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα να μεγαλώσουν οι διαμαρτυρίες για τη χαλαρή, «πληθωριστική», πολιτική του Ντράγκι.
Η θητεία Ντράγκι πλησιάζει στο τέλος της και ως πιθανότερος αντικαταστάτης του ακούγεται ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, κ. Βάιζμαν, ο οποίος μέχρι τώρα αποτελούσε το βασικό εκφραστή της μειοψηφίας στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Προετοιμάζεται σταδιακά το πέρασμα από την ποσοτική χαλάρωση σε κάτι αυστηρό, το οποίο παραμένει απροσδιόριστο.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Η Ελλάδα κρατήθηκε, εξαιτίας των λαθών και των παραλείψεων της κυβέρνησης Τσίπρα, εκτός προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Είναι η μόνη χώρα της ευρωζώνης που δεν μπόρεσε να πάρει μέρος σε αυτό και να αξιοποιήσει πλήρως τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια που εξασφαλίστηκαν μέσω αυτής της πολιτικής.
Αρχίζουν να συνδυάζονται διάφοροι παράγοντες από τις αποφάσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της ΕΚΤ μέχρι την ιταλική αναταραχή λόγω της επικράτησης ευρωσκεπτικιστών και αντιευρωπαίων, οι οποίοι θα οδηγήσουν στην άνοδο των διεθνών επιτοκίων κυρίως για χώρες με μεγάλο δημόσιο χρέος και σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομία τους, όπως η Ελλάδα.
Χαμένες ευκαιρίες
Ο αποκλεισμός των ελληνικών ομολόγων, με ευθύνη της κυβέρνησης Τσίπρα, από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ που φτάνει στο τέλος του δεν είναι η μόνη χαμένη ευκαιρία για την ελληνική οικονομία.
Η κυβέρνηση άφησε ουσιαστικά αναξιοποίητη μία τριετία πολύ καλής αναπτυξιακής πορείας της ευρωζώνης, η οποία περιόρισε το ποσοστό της ανεργίας στα επίπεδα του 2008. Η πλήρης απορρόφηση της πρόσθετης ανεργίας που δημιουργήθηκε στην ευρωζώνη εξαιτίας της κρίσης του 2008 είναι μια σημαντική οικονομική και κοινωνική επιτυχία. Η Ελλάδα αποτελεί και σε αυτή την περίπτωση τη βασική εξαίρεση.
Την τελευταία τριετία μπήκε τάξη και στο τραπεζικό σύστημα χωρών που αντιμετώπισαν μνημονιακές καταστάσεις ή έχουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομία τους.
Οι ιρλανδικές και ισπανικές τράπεζες πηγαίνουν πλέον πολύ καλά, με αποτέλεσμα να χρηματοδοτούν επαρκώς και με ανταγωνιστικούς όρους τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Οι πορτογαλικές έχουν κάνει μεγάλα βήματα προόδου, οι ιταλικές και κυπριακές βελτίωσαν την κατάστασή τους αλλά εξακολουθούν, ιδιαίτερα οι τελευταίες, να έχουν σοβαρό πρόβλημα σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια.
Μόνο οι ελληνικές τράπεζες πήγαν χειρότερα την τελευταία τριετία χάνοντας καταθέσεις 35 δισ. ευρώ, κεφαλαιοποίηση της τάξης των 30 δισ. ευρώ που θα καλυφθούν από τους φορολογούμενους πολίτες και φτάνοντας τα «κόκκινα» δάνεια στο 45% του συνόλου.
Η αδυναμία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει επαρκώς και με σωστούς τραπεζικούς όρους τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας είναι, κατά την άποψή μου, η μεγαλύτερη ζημιά που προκάλεσε στην οικονομία η κρίση του 2015.
Περιορισμένη αναδιάρθρωση
Η κυβέρνηση Τσίπρα κινήθηκε με απαράδεκτη βραδύτητα και σε ό,τι αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία αποφασίστηκε σε πολιτικό επίπεδο στην ευρωζώνη, στα τέλη του 2012.
Η σύγκρουση με τους Ευρωπαίους εταίρους, πιστωτές, το διαρκές πέρασμα στις σχέσεις της κυβέρνησης με το ΔΝΤ από το ειδύλλιο στη σύγκρουση και αντιστρόφως, η σκόπιμη καθυστέρηση στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων λόγω της διαχείρισης του πολιτικού χρόνου από την κυβέρνηση και η αλλαγή της ευρωπαϊκής συγκυρίας με βασικό χαρακτηριστικό την ιταλική αναταραχή, οδηγούν σε μία τσιγκούνικη αναδιάρθρωση του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου.
Αυτό σημαίνει ότι η βιωσιμότητά του, δηλαδή η δυνατότητά μας να το εξυπηρετούμε κανονικά, δεν θα κριθεί «εδώ και τώρα» αλλά σε βάθος χρόνου. Προς το παρόν έχουμε μικρή επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής, πολιτικό έλεγχο στις διευκολύνσεις που θα συμφωνηθούν και περιορισμένη επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης από τις αγοραπωλησίες των ελληνικών ομολόγων, ενώ με βάση το δεύτερο πρόγραμμα – Μνημόνιο που έσπευσε να καταργήσει ο κ. Τσίπρας οι κεντρικές τράπεζες θα μας επέστρεφαν όλα τα κέρδη τους της τάξης των 9 – 10 δισ. ευρώ.
Δύσκολη συνέχεια
Τα λάθη και οι παραλείψεις της κυβέρνησης Τσίπρα κάνουν την οικονομική συνέχεια πιο δύσκολη από ό,τι θα μπορούσε να είναι. Αυτό εκφράζεται στην καθημερινότητα των πολιτών και των μικρομεσαίων και πολύ μικρών επιχειρήσεων με τα νέα μέτρα και τις νέες δεσμεύσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με το τελευταίο ευρωβαρόμετρο το 98% των Ελλήνων χαρακτηρίζει την κατάσταση της οικονομίας από κακή έως πολύ κακή, το 14% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η οικονομία θα πάει καλύτερα τους επόμενους 12 μήνες, ενώ το 42% χειρότερα. Το 51%, μάλιστα, θεωρεί ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας, παρά το γεγονός ότι φτάνουμε στο επίσημο τέλος του προγράμματος – Μνημονίου, ενώ το 46% εκτιμά ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας χωρίς αυτό να τους κάνει ιδιαίτερα αισιόδοξο για την πορεία της οικονομίας το επόμενο δωδεκάμηνο και τα επόμενα χρόνια.
Επιβεβαιώνεται στην πράξη ότι τα λάθη στην οικονομία πληρώνονται ακριβά με χαμένες ευκαιρίες και με άμεσο οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Το πρόβλημα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, είναι ότι άλλοι τα κάνουν και άλλοι τα πληρώνουν.
Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]