Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος, ευρωβουλευτής της ΝΔ
«Τέλος» το success story
Τα επίσημα στοιχεία για την πορεία του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) το 2017 βάζουν οριστικό τέλος στο επικοινωνιακό, προπαγανδιστικό success story του Μαξίμου για την πορεία της οικονομίας. Το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2017 γύρω στο 1,35%, δηλαδή το μισό της αρχικής πρόγνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των διεθνών οργανισμών.
Η καθίζηση του ρυθμού ανάπτυξης, σε σχέση με τα προβλεπόμενα, παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις εάν λάβουμε υπόψη μας τα εξής:
- Πρώτον, η ανάπτυξη επιτεύχθηκε, κυρίως, χάρη στα τουριστικά ρεκόρ και παρά το γεγονός ότι ο τουριστικός τομέας βρίσκεται συνεχώς στο φορολογικό στόχαστρο της κυβέρνησης. Σε απλά ελληνικά, όποια επιτυχία έχει να δείξει η πραγματική οικονομία δεν έχει σχέση με την κυβερνητική πολιτική.
- Δεύτερον, ο ρυθμός ανάπτυξης της ευρωζώνης το 2017 ήταν 2,5%. Αυτό σημαίνει ότι και τον προηγούμενο χρόνο η ελληνική οικονομία έμεινε πίσω σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους και ανταγωνιστές. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα για την οποία οι προγνώσεις για την ανάπτυξη αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω, ενώ σε όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε. οι προγνώσεις για την ανάπτυξη αναθεωρήθηκαν προς τα επάνω.
- Τρίτον, η ευρωζώνη βρίσκεται στον πέμπτο χρόνο σταθερής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να έχει απορροφηθεί πλήρως η πρόσθετη ανεργία που δημιουργήθηκε εξαιτίας της κρίσης του 2008. Αντίθετα, στην Ελλάδα έχουμε μόλις έναν χρόνο δειλής, «τουριστικής» ανάπτυξης, εφόσον το 2015 και το 2016 είχαμε οικονομική στασιμότητα αντί της δυναμικής ανάπτυξης που προέβλεπε για τη διετία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στα τέλη του 2014. Το χάσιμο πολύτιμου χρόνου εξαιτίας Τσίπρα – Βαρουφάκη καθυστερεί τη μείωση της ανεργίας, η οποία ήταν τον Δεκέμβριο του 2017 στο 20,8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Η μικρή μείωση της ανεργίας επιτυγχάνεται με το πέρασμα σε ελαστικές μορφές εργασίας, με αποτέλεσμα το 30% του συνόλου των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας να έχει μηνιαίες μικτές αποδοχές κάτω των 400 ευρώ.
- Τέταρτον, την αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής αναδεικνύει η σύγκριση με τις επιδόσεις των άλλων χωρών που υποχρεώθηκαν στην εφαρμογή προγράμματος σταθεροποίησης μετά τη διεθνή κρίση του 2008. Βγήκαν όλες από το πρόγραμμα-Μνημόνιο και καταγράφουν μεγάλες οικονομικές επιτυχίες στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας. Σε μια τριετία η Ιρλανδία αύξησε το ΑΕΠ της περισσότερο από 12%, η Ισπανία γύρω στο 10%, η Πορτογαλία και η Κύπρος γύρω στο 7% έως 8%, ενώ εμείς μείναμε στάσιμοι με ευθύνη εκείνων που κέρδισαν τις εκλογές του 2015 υποσχόμενοι άμεσο τερματισμό της λιτότητας και του Μνημονίου.
Αγωνιώδης έξοδος
Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί η καθαρή έξοδος στις αγορές που προπαγανδίζει το Μαξίμου δεν έχει καμία πρακτική σημασία για τους περισσότερους πολίτες, ενώ μπορεί να μετατραπεί σε μια επικίνδυνη και αγωνιώδη διαδικασία.
Το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο εάν η κυβέρνηση επιτύχει τη λεγόμενη καθαρή έξοδο και αρχίσει το Δημόσιο να δανείζεται στην ελεύθερη αγορά με πολλαπλάσιο επιτόκιο από αυτό που μας εξασφαλίζει το δανειακό πρόγραμμα, η κυβέρνηση θα έχει μεγαλύτερες δυνατότητες να κάνει μεγαλύτερα ανοίγματα στη φιλολαϊκή πολιτική μάλλον δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
Η πειθαρχία των αγορών είναι αυστηρότερη από την πειθαρχία των πιστωτών, γιατί με αυτούς υπάρχει, έως ένα βαθμό, η δυνατότητα πολιτικής συνεννόησης. Πολλά θα εξαρτηθούν από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον τους επόμενους 6-18 μήνες. Οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν αύξηση των διεθνών επιτοκίων και αν χαθεί ο έλεγχος της ιταλικής κρίσης θα αυξηθούν τα επιτόκια δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης με υψηλό δημόσιο χρέος και, κυρίως, της Ελλάδας.
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
Στις συνθήκες που δημιουργούνται συμφέρει την ελληνική οικονομία να υπάρχει προληπτική γραμμή πιστωτικής στήριξης, ώστε να μειωθεί το οικονομικό ρίσκο και να δημιουργηθούν συνθήκες σταθερότητας. Αυτό το σενάριο όμως απορρίπτεται από την κυβέρνηση για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους, προκειμένου να πάμε στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, με το Μαξίμου να επιχειρηματολογεί ότι βγαίνουμε στις αγορές χωρίς δεσμεύσεις έναντι των πιστωτών και γι’ αυτό η οικονομική πολιτική θα γίνει περισσότερο φιλολαϊκή. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ισχύει, εφόσον ο Αλέξης Τσίπρας έχει προετοιμάσει την εντατικοποίηση μιας δύσκολης έως σκληρής πολιτικής, η οποία περιλαμβάνει μεγάλης κλίμακας πλειστηριασμούς ακινήτων, δραστική μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου για το ετήσιο εισόδημα.
Από τη μια, ο πρωθυπουργός προπαγανδίζει τη χαλάρωση της λιτότητας μέσω της καθαρής εξόδου στις αγορές και, από την άλλη, προσπαθεί να διαπραγματευτεί με τους Ευρωπαίους εταίρους – πιστωτές την αναβολή της εφαρμογής των δύσκολων μέτρων που έχει υπογράψει, κατά 6 έως 9 μήνες για να πάει στις εκλογές με μικρότερη φθορά.
Επιβαρυντικοί παράγοντες
Το τελευταίο διάστημα προστέθηκαν δύο επιβαρυντικοί παράγοντες στην αβέβαιη προοπτική της οικονομίας, ο κακός χειρισμός των εθνικών θεμάτων και η προεκλογική χρηματοδότηση της επέκτασης του κομματικού κράτους.
Ο κ. Τσίπρας έχει απομονωθεί από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού στη διαχείριση των σχέσεων με τα Σκόπια, γιατί προωθεί σύνθετη ονομασία που περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία χωρίς να έχει εξασφαλίσει την αναθεώρηση του αλυτρωτικού Συντάγματος της πΓΔΜ, την εγκατάλειψη του αλυτρωτισμού και μια συνεννόηση στο θέμα της λεγόμενης μακεδονικής εθνότητας. Η απομόνωση Τσίπρα πυροδοτεί πολιτικές εξελίξεις με την έννοια ότι ενισχύονται και εθνικιστικές, ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις. Μεγαλύτερη είναι η αποτυχία Τσίπρα στη διαχείριση των σχέσεων με την Αγκυρα, εφόσον περάσαμε από την υπερβολική αισιοδοξία και το κόκκινο χαλί στον Ερντογάν, τον περασμένο Δεκέμβριο, στην επιδείνωση των σχέσεων Τουρκίας-Ελλάδας και Τουρκίας-Κύπρου. Ο κ. Τσίπρας δείχνει ανίκανος να αντιδράσει στη σκλήρυνση Ερντογάν, η οποία, αν δεν ελεγχθεί έγκαιρα, μπορεί να έχει συνέπειες για τον τουρισμό, τον κλάδο της οικονομίας που έχει να εμφανίσει καλές επιδόσεις.
Αντί να κρατήσει τα εθνικά θέματα σε ήρεμα νερά για να διευκολυνθεί η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε περίοδο ανάπτυξης, ο κ. Τσίπρας προσπάθησε να εντυπωσιάσει με την προχειρότητα και την άγνοια κινδύνου που τον χαρακτηρίζουν.
Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του διαπιστώνουν ότι είναι πρακτικά αδύνατο να καλύψουν τη δημοσκοπική απόσταση που χωρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη Ν.Δ. Καταφεύγουν σε ένα μίγμα πολιτικής πόλωσης με στόχο να συσπειρώσουν τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και να ανακόψουν την εκλογική άνοδο της Ν.Δ. και προεκλογικής επέκτασης του κομματικού κράτους μέσα από την προώθηση κομματικών έμπιστων σε θέσεις ευθύνης και μαζικούς διορισμούς, ρουσφέτια με μεγάλο κόστος για τον Κρατικό Προϋπολογισμό και τους φορολογούμενους πολίτες.
Οι πολιτικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Τσίπρα υπονομεύουν την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση την οποία το Μαξίμου προπαγανδίζει χωρίς αυτή να έχει πραγματοποιηθεί.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]