Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Βέβαια η αλήθεια είναι πως από το 2010 και μετά η χώρα μαζί με την οικονομική κρίση βιώνει και μια βαθιά, παρατεταμένη πολιτική κρίση. Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετήσει έναν ακραίο, εμφυλιοπολεμικό λόγο, ποντάροντας στον λαϊκισμό και τον φανατισμό, δίχασε τον λαό, υποβάθμισε τον δημόσιο λόγο και, το κυριότερο, εξαφάνισε την «καρδιά» της πολιτικής: Τα επιχειρήματα.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Οι χθεσινές εκλογές για την ανάδειξη του επικεφαλής της κεντροαριστεράς μακάρι να σηματοδοτήσουν κάτι καλύτερο για τον πολιτικό πολιτισμό μας. Το σχετικά σύντομο προεκλογικό διάστημα αλλά και το γεγονός πως επρόκειτο για συνυποψηφίους και όχι για ανταγωνιστές, βοήθησε ώστε το κλίμα να παραμείνει ήρεμο, χωρίς ιδιαίτερα εμπρηστικές ή προσωπικές αναφορές. Ακόμα και το γεγονός πως στις χθεσινές κάλπες έφθασαν εννιά υποψήφιοι, μπορεί από κάποιους να λοιδορήθηκε, όμως αν το σκεφτούμε καλύτερα, είναι περισσότερο θετικό παρά αρνητικό. Η δημοκρατία λατρεύει την πολυφωνία και η εποχή μας έχει προσπεράσει εδώ και καιρό τους χαρισματικούς ηγέτες που ταυτίζονται με το κόμμα τους, συμπαρασύροντάς το είτε στην κορυφή είτε στην εξαφάνιση.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε αλλά και όλα αυτά που θα ακολουθήσουν από δω και πέρα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Κυρίως επειδή αναζωογονούν έναν χώρο που αργοπέθαινε από τα μεγάλα λάθη του παρελθόντος αλλά και από τον λαϊκισμό που γέννησαν τα Μνημόνια. Αν οι σημερινοί συνιδρυτές του νέου φορέα -διότι περί αυτού πρόκειται στην ουσία, ανεξαρτήτως τού ποιος θα ανακηρυχθεί αρχηγός- ακολουθήσουν τον δρόμο της σοβαρότητας και της ευθύνης θα έχουν προσφέρει πολλά στον τόπο. Πολλοί θα πουν πως έφθασαν στις κάλπες χωρίς να ξεκαθαρίσουν το ιδεολογικό τους στίγμα, εννοώντας πως δεν ξεκαθάρισαν αν θα συνεργαστούν με τη Νέα Δημοκρατία ή τον ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη Βουλή. Σωστό, αλλά τουλάχιστον για την ώρα προέχει η δημιουργική αντιπολίτευση από τον νέο φορέα της κεντροαριστεράς.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου