Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για την «αχίλλειο πτέρνα» των ανδρών. Η ευαίσθητη περιοχή των όρχεων που, αν και όχι συχνά, ενίοτε δέχεται το «βέλος» του καρκίνου.
Ο καρκίνος των όρχεων είναι σχετικά σπάνιος, με τη συχνότητά του να κυμαίνεται σε ποσοστό 1% – 1,5% επί όλων των καρκίνων στους άνδρες και στο 5 % επί των ουρολογικών καρκίνων, με 3 έως 10 καινούργια περιστατικά για κάθε 100.000 άνδρες ετησίως στις δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας.
Έχει παρατηρηθεί μια σταθερή αύξηση στην επίπτωσή του τις τελευταίες δεκαετίες στις βιομηχανικές χώρες και κυρίως στους άνδρες της Βόρειας Ευρώπης. Η ηλικία που εμφανίζεται είναι από 15-45 ετών με την αιχμή της επίπτωσης να είναι στη 3η και στην 4η δεκαετία της ζωής για τους δυο πιο συνηθισμένους τύπους καρκίνου όρχεων (σεμινωματώδεις και μη σεμινωματώδεις όγκοι), ενώ σε μικρότερα ποσοστά εντοπίζονται και οι λεγόμενοι μικτοί όγκοι. Πρέπει να τονίσουμε ότι ο ασθενής που θα εμφανίσει καρκίνο στον έναν όρχη έχει 500 φορές περισσότερες πιθανότητες, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, να αναπτύξει καρκίνο και στον άλλο όρχη, η ταυτόχρονη όμως εντόπιση είναι σπανιότατη (1% – 2%).
Η κρυψορχία και άλλοι «ύποπτοι» παράγοντες
Στην ουσία δε γνωρίζουμε τους αιτιολογικούς παράγοντες της κακοήθειας αυτής και – αν και κατά καιρούς έχουν ενοχοποιηθεί διάφορες καταστάσεις, όπως η χορήγηση οιστρογόνων στη μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης, τραύματα, επανειλημμένες λοιμώξεις κλπ – η μόνη αποδεδειγμένη σχέση είναι αυτή μεταξύ κρυψορχίας και ανάπτυξης καρκίνου του όρχεως (40 -70 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου στον άνδρα με κρυψορχία).
Οι πιο συχνοί παράγοντες κινδύνου, λοιπόν, είναι:
- Ιστορικό κρυψορχίας (δεν έχει κατέβει ο όρχης στο σάκκο, κατά τη γέννηση)
- Σύνδρομο Klinefelter (ένα σπάνιο γενετικό σύνδρομο)
- Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του όρχεος σε 1ου βαθμού συγγενείς
- Παρουσία προηγούμενου όγκου στον άλλο όρχη
- Παρουσία ενδοθηλιακού καρκίνου
- Υπογονιμότητα
Η ψηλάφηση των όρχεων και τα ύποπτα ευρήματα
Οι περισσότεροι όγκοι των όρχεων προέρχονται από γεννητικά κύτταρα και αποτελούν το 90-95% όλων των περιπτώσεων καρκίνου των όρχεων, σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ενώ η διάγνωσή τους γίνεται συνήθως σε πρώιμα στάδια.
ΕΟΔΥ - κορονοϊός: 531 νέες εισαγωγές, 7 διασωληνώσεις και 27 θάνατοι την τελευταία εβδομάδα
Κατά κανόνα δεν υπάρχουν συμπτώματα αλλά μπορεί με την ψηλάφηση ο ασθενής να πιάσει κάποια σκληρή περιοχή στον όρχη, εσωτερικά, σαν «σπυράκι» που δεν συμπιέζεται, είναι πάρα πολύ σκληρό και συνήθως με ακανόνιστα όρια. Κάποιες άλλες φορές, πιο σπάνια όμως, μπορεί να νιώσει πόνο στην περιοχή της μέσης ή να αισθανθεί δύσπνοια, σημάδια που υποδηλώνουν επέκταση της νόσου. Όλα αυτά όμως είναι συμπτώματα που παρατηρούνται και σε πολλές άλλες, απλές παθήσεις, λ.χ. μια δισκοπάθεια ή μια κρίση άσθματος, άρα δεν θα πρέπει κανείς να πανικοβάλλεται νομίζοντας ότι είναι απαραιτήτως συμπτώματα καρκίνου όρχεων.
Από τη διάγνωση έως την αφαίρεση του όρχεως και τη θεραπεία
Όποιος έχει λόγους να ανησυχεί θα πρέπει άμεσα να απευθυνθεί στον Ουρολόγο, ο οποίος, συνήθως με την κλινική εξέταση θα καταφέρει να διαγνώσει τον όγκο. Η διάγνωση ολοκληρώνεται με το υπέρηχο όρχεων, ενώ, συμπληρωματικά, δίνονται εξετάσεις αίματος για ανίχνευση καρκινικών δεικτών όπως είναι η α-φετοπρωτείνη, η β-χοριακή γοναδοτροπίνη και η LDH. Οι αιματολογικές εξετάσεις μπορεί να εμφανίσουν αυξημένους τους συγκεκριμένους δείκτες (σημαντική ένδειξη ύπαρξης όγκου), ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει όγκος εάν οι δείκτες αυτοί είναι φυσιολογικοί.
Η διάγνωση τεκμηριώνεται με την χειρουργική αφαίρεση του όρχεως (ορχεκτομή) η οποία θα μας δείξει τι ιστολογικού τύπου είναι τα κακοήθη κύτταρα, όπως επίσης και το εύρος της τοπικής τους επέκτασης. Από την ιστολογική εξέταση θα εξαρτηθεί η περαιτέρω θεραπεία. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως λ.χ. όταν υπάρχει μόνον ένας όρχις, μπορεί να αποφασισθεί να γίνει μόνο βιοψία και σε δεύτερο χρόνο ορχεκτομή ή προσπάθεια αφαίρεσης μόνο του όγκου, πράγμα που σημαίνει – στην τελευταία περίπτωση- ότι υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες υποτροπής. Σε απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις λόγω εκτεταμένων μεταστάσεων, η χημειοθεραπεία πρέπει να ξεκινά πριν την ορχεκτομή.
Γονιμότητα και κατάψυξη σπερματοζωαρίων
Συνήθως χρειάζεται μετά το χειρουργείο και για προληπτικούς λόγους μία δόση χημειοθεραπείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειασθεί και συμπληρωματική ακτινοθεραπεία, για αυτό το λόγο εάν κάποιος θέλει να τεκνοποιήσει θα πρέπει πριν από τέτοιου είδους θεραπείες να καταψύχει σπερματοζωάρια για μελλοντική χρήση.
Σε γενικές γραμμές η γονιμότητα επανέρχεται συνήθως μετά την πάροδο 1 έτους. Η πρόγνωση του καρκίνου του όρχεως είναι πάρα πολύ καλή και τα ποσοστά ίασης ανέρχονται μέχρι και στο 95% , ενώ ακόμα και για τις περιπτώσεις που ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί, με συνδυασμένη χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία τα ποσοστά ίασης παραμένουν θεαματικά υψηλά.