Γράφει ο Μιχάλης Μαρδάς
Πόλος έλξης για τους ξένους τα κοσμοπολίτικα νησιά μας με την Σαντορίνη να είναι ένας από τους δημοφιλέστερους προορισμούς στον παγκόσμιο τουρισμό. Τι το πιο ευχάριστο λοιπόν για να συνδυάσει κάποιος στο μαγευτικό νησί την εργασία με τις διακοπές του; Και εδώ αρχίζουν να μπαίνουν οι δράκοι στο παραμύθι μας και ζητήσαμε από δύο κοπέλες που τα τρία τελευταία χρόνια δούλεψαν στον χώρο εστίασης να μας το διηγηθούν.
Η Δέσποινα Αλεξίου και η Έλενα Παπαδάτου μιλώντας στο EThe Magazine ρίχνουν φως στην αθέατη πλευρά και λένε πολλά σχετικά με τις συνθήκες εργασίας, διαμονής, το 24% στην φορολογία που έχει τσακίσει τους πάντες, τις συνήθειες των επισκεπτών του νησιού και όλα όσα μπορεί να κρύψει ένα ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα αλλά είναι πάντα εκεί.
Τέλος για εμάς η Σαντορίνη
Θα κάνουμε την ακροβασία και θα ξεκινήσουμε από τα τελευταία λόγια που μας είπαν στην ερώτηση για το πότε θα ξαναπάνε για δουλειά στο νησί: «Ποτέ», απάντησαν με ένα στόμα και στο γιατί ήταν ξεκάθαρες και λακωνικές: «Μπήκαμε μέσα αντί για να βγάλουμε κάποια χρήματα. Κουραστήκαμε πάρα πολύ με τις συνθήκες και δεν υπάρχει λόγος να το επαναλάβω», μας είπε η Δέσποινα.
Περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένη η Έλενα, ανάφερε: «Δεν μπορώ να το διαχειριστώ άλλο ρε φίλε. Δουλεύω 15 χρόνια στον χώρο της εστίασης και αυτό που έζησα στην Σαντορίνη αυτά τα χρόνια δεν μου ταιριάζει και δεν μπορώ να το υπηρετήσω».
Τώρα που μάθατε το τέλος της συζήτησης ας επανέρθουμε στην κανονικότητα και ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για να καταλάβετε γιατί απάντησαν έτσι παραπάνω. Ο λόγος που αποφάσισαν να φύγουν από την Αθήνα για να δουλέψουν τη θερινή σεζόν στη Σαντορίνη είναι προφανής: «Τα μεροκάματα στην Αθήνα το καλοκαίρι ήταν λίγα κι έτσι αποφασίσαμε να πάμε στο νησί γνωρίζοντας ότι θα πρέπει να δουλέψουμε πολύ, αλλά και ελπίζοντας πως οι κόποι μας θα ανταμειφθούν».
Ψάχνοντας για σπίτι ή καλύτερα για μια στέγη
Το πρώτο πρόβλημα ήταν η εύρεση σπιτιού. Τεράστιο θέμα για κάθε έναν και κάθε μία που θέλει να δουλέψει στο κυκλαδίτικο νησί και πάρα πολύ δύσκολο να λυθεί. Αν εξαιρέσουμε κάποια μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα που φιλοξενούν τους εργαζόμενους σε κάποια δωμάτια, οι υπόλοιποι πρέπει να τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ με την ελπίδα ότι θα βρουν κάπου να μείνουν.
Jo Nesbo στον Ε.Τ.: Δούλεψα σε ταξί, σε εργοστάσιο και σε ψαρότρατα πριν γίνω συγγραφέας
Τα ενοίκια ξεκινούν από 300 ευρώ και φτάνουν όσο θέλει ο ιδιοκτήτης. Οταν με το καλό βρουν σπίτι οι τυχεροί καταλαβαίνουν πως είναι μόνο για ύπνο: «Τα περισσότερα δωμάτια -γιατί δωμάτια είναι και όχι σπίτια- δεν έχουν παράθυρο. Με το ζόρι μπορούν να μετακινηθούν μέσα σε αυτά δύο άνθρωποι και το μόνο που εξυπηρετούν είναι να έχουμε κάπου να μείνουμε το βράδυ», μας είπε η Ελενα προσθέτοντας: «Ολοι ψάχνουμε να κλείσουμε δωμάτιο με το χρόνο κι όχι με την σεζόν, για να το έχουμε και την επόμενη χρονιά. Σε ότι αφορά στις ανέσεις ξεχάστε τις. Οσοι έχουν πλυντήριο καλύτερα να ψάξουν τζόκερ, οι υπόλοιποι θυμηθήκαμε τις γιαγιάδες μας με το πλύσιμο στην σκάφη».
Σπίτι: Εντάξει! Ώρα για συνέντευξη!
Επιτέλους, έπειτα από πολύ τρέξιμο στα ειδυλλιακά σοκάκια της Σαντορίνης η αποστολή για την ανεύρεση στέγης στέφτηκε με επιτυχία. Το επόμενο στάδιο είναι η αναζήτηση δουλειάς από νέους ανθρώπους που σημειώστε ότι είναι ιδιαίτερα μορφωμένοι με γνώση πολλών ξένων γλωσσών και πανεπιστημιακές σπουδές. Τα παραπάνω, κρατήστε τα για αυτά που θα ακολουθήσουν.
Στο θέμα της συνέντευξης για δουλειά αναφέρθηκε η Ελενα: «Ομολογώ ότι ήταν δύσκολο να πηγαίνω για συνέντευξη γιατί μετά από τον πρώτο χρόνο ήξερα τι θα ακούσω. Η πρώτη ερώτηση είναι αν έχω σπίτι. Η δεύτερη αφορούσε στη γνώση μου στις ξένες γλώσσες και μάλιστα κάποιοι είχαν και την έμπνευση να με τσεκάρουν για να δουν αν λέω αλήθεια. Φυσικά με τσέκαραν πριν μιλήσουμε για το πρακτικό θέμα της συνεργασίας μας που ήταν το τι θα κάνω, τα χρήματα που θα παίρνω και τις ώρες που θα δουλεύω. Φυσικά στο τεστ απέτυχα γιατί απλά γύρισα την πλάτη μου και έφυγα χωρίς να θέλω να μπω σε αυτή τη διαδικασία που με προσβάλλει ως άνθρωπο. Δεν είπα να μην τσεκάρει αν λέω αλήθεια, αλλά πρώτα μίλα μου ως πιθανό συνεργάτη, εξήγησέ μου για το τι θέλεις από την δουλειά και στην συνέχεια κάνε μου τεστ».
Σε αυτό το σημείο η Δέσποινα μας μίλησε για το μεγάλο παράπονο που έχουν όλοι οι εργαζόμενοι στον χώρο εστίασης στην Σαντορίνη που από τι φαίνεται είναι η συνηθισμένη πρακτική και στα άλλα νησιά: «Αρχίζει η σεζόν. Συμφωνείς με κάποιο μαγαζί. Στην αρχή υπάρχει το δοκιμαστικό στάδιο και όταν το περάσουμε μιλάμε για πέντε μήνες δουλειάς. Αυτή η συμφωνία, όμως, δεν τηρείται σχεδόν από κανέναν. Αν το μαγαζί δεν πάει καλά για οποιονδήποτε λόγο τότε ο υπάλληλος που είχε φτιάξει το πρόγραμμά του μένει στο δρόμο ή η πλήρη απασχόληση μετατρέπεται σε μερική. Οι συμβάσεις αλλάζουν στο δευτερόλεπτο ή σε απολύουν σε μια νύχτα αν δεν βγάζει ο ιδιοκτήτης αυτό που επιδίωκε να βγάλει. Και ξέρεις ποιο είναι το κακό; Πως ποτέ δεν σου λένε τον πραγματικό λόγο. Ψάχνουν να βρουν φθηνές δικαιολογίες: δεν μου αρέσει το ντύσιμό σου, έκανες λάθος εκεί, δεν είσαι επικοινωνιακή με τους πελάτες και άλλα τέτοια απλώς για να καλύψουν τον πραγματικό λόγο που έχει να κάνει με το ταμείο και τις προσδοκίες τους. Οταν για το ταμείο είσαι περιττός, δεν μετράει τίποτα άλλο».
Οι μισθοί, οι ώρες και τρία μπάνια σε έξι μήνες
Πάμε τώρα στο θέμα των μισθών. Οι φίλες της ιστορίας μας μάλλον ήταν από τις ωφελημένες μίας αγοράς εργασίας που τεντώνει και ξετεντώνει ανάλογα με την τουριστική κίνηση και τις ανάγκες του μαγαζιού. Εχουν δουλέψει και με ημερομίσθιο 40 ευρώ την ημέρα και με ωρομίσθιο 4 ευρώ τους πέντε μήνες και 4,5 ευρώ τον Αύγουστο. Ο μέσος όρος μισθών είναι 30 ευρώ τους μήνες που δεν έχει κίνηση και 35 ευρώ τον Αύγουστο που συνήθως είναι ο μήνας που περιμένουν όλοι για να δουλέψουν. Φυσικά μην ψάξετε να βρείτε σε αυτά τα ποσά αν υπάρχουν δώρα και επιδόματα γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν.
Εκτός από τα λεφτά οι ώρες εργασίας είναι κάτι παραπάνω από πολλές. 8 με 12 ώρες τη ημέρα και φυσικά χωρίς επιπλέον αμοιβή. Υπάρχουν περιπτώσεις που αμείβονταν με 2,5 ευρώ την ώρα για 11 ώρες χωρίς ρεπό. Αν κάνετε τον υπολογισμό βγαίνουν 800 ευρώ αλλά μην κάνετε τον κόπο να υπολογίσετε αυτή η δουλειά πόσο κόπο έχει.
«Η θάλασσα είναι πολυτέλεια έστω και αν την έχουμε μέσα στα πόδια μας» είπε η Ελενα
Αχ αυτά τα tips
Το φιλοδώρημα είναι ένα μεγάλο «όπλο» στους εργαζόμενους στην εστίαση και ειδικά στα τουριστικά θέρετρα. Για να το κερδίσεις πρέπει να είσαι άψογος και να δείξεις στον πελάτη που εξυπηρετείς ότι το αξίζεις. Αυτό, όμως, δεν είναι πάντα ο κανόνας και απ’ ότι φαίνεται στη Σαντορίνη ο κουμπαράς παραβιάζεται από τους ιδιοκτήτες.
Η Ελενα είναι εκείνη που έδειχνε έξαλλη με τη συγκεκριμένη κατάσταση και δεν χρειάστηκε να της απευθύνουμε τον λόγο: «Ο κουμπαράς δεν ξέρω πως τυχαίνει να είναι πάντα στο ταμείο. Τα tips στη Σαντορίνη τα διαχειρίζονταν οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών και αυτό δεν μπόρεσα να το ξεπεράσω ποτέ. Ο υπάλληλος σε μαγαζιά εστίασης για να μπορέσει να πάρει φιλοδωρήματα πρέπει να κάνει πολύ μεγάλη προσπάθεια και δεν είναι εύκολο όπως μπορεί να φανταστεί κανείς. Ο πελάτης σε τσεκάρει από πάνω ως κάτω και ελέγχει τα πάντα για να βάλει το χέρι στην τσέπη του και να βγάλει κάτι περισσότερο από τον λογαριασμό. Και όμως αυτός ο κόπος πάει στράφι. Μία από τις προηγούμενες χρονιές που δούλευα σε κάποιο μαγαζί, ένας πελάτης αφού έφαγε, φεύγοντας με πλησίασε φανερά εκνευρισμένος για να μου πει: «Σας άφησα tips» και έφυγε. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί μου το ανακοίνωσε και μάλιστα με αυτό το ύφος. Όταν πήγα να ρωτήσω τον ιδιοκτήτη αν άφησε κάτι ο κύριος η απάντησή του ήταν αρνητική. Τότε διαπίστωσα πως ο πελάτης τον είχε δει να βάζει τα χρήματα στο ταμείο αντί για τον κουμπαρά και εξαγριώθηκε. Είναι μεγάλη αδικία αυτό που γίνεται».
Για να αποφορτίσουμε λίγο την κατάσταση ρωτήσαμε την Δέσποινα για το ποιοι αφήνουν tips και από ποιες χώρες υπήρχε φέτος κίνηση στο νησί: «Οι Αμερικάνοι, οι Τούρκοι, οι Ρώσοι, οι Ελληνες και οι Αγγλοι αφήνουν φιλοδωρήματα. Οι Γάλλοι και Ιταλοί δεν αφήνουν αλλά θα πρέπει να εξαιρέσουμε τους φίλους μας από αυτές τις χώρες που ήταν πολλοί και ποτέ δεν μας ξεχνούσαν. Φέτος η κίνηση στο νησί δεν ήταν μεγάλη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια που είχαμε πολλούς Ισπανούς, Ινδούς, Τούρκους και Βαλκάνιους ενώ οι παραδοσιακοί τουρίστες είναι οι Γερμανοί, οι Ιταλοί, οι Αυστριακοί, οι Κινέζοι και οι Αγγλοι. Ελάχιστοι είναι Ελληνες, χωρίς οικογένειες, βέβαια».
Μέλι για τους ξένους
Παρατηρώντας και τις δύο διαπιστώσαμε πως όταν μιλούσαν για τους πελάτες τους που ήταν στη συντριπτική πλειονότητά τους ξένοι έσταζαν μέλι και δεν είχαμε άδικο. Μάλιστα η παρουσία αυτών των ανθρώπων ήταν μία από τις αιτίες που τις βοήθησαν να βγάλουν τη χρονιά: «Το μόνο διασκεδαστικό στην δουλειά είναι ότι δουλεύουμε με ξένους. Μας έκαναν να νιώθουμε πάρα πολύ όμορφα. Μας σέβονταν και μας μιλούσαν πάρα πολύ ευγενικά. Υπήρχε και υπάρχει μία αμφίδρομη σχέση σεβασμού και εκτίμησης και έχουμε κάνει πάρα πολλές φιλίες», είπε η Δέσποινα που έχει και το μεγαλύτερο fan club για να συμπληρώσει η Ελενα πως: «Οποιος έμπαινε στο μαγαζί και ήταν από το εξωτερικό ήταν στην ουσία φιλέλληνας. Μας μιλούσαν με σεβασμό για την Ελλάδα ξέροντας ποιοι είμαστε και από πού ερχόμαστε. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Εν αντιθέσει με κάποιους Ελληνες που πολλές φορές ήταν υπερβολικοί και με άσχημους τρόπους, οι ξένοι ήταν άψογοι».
Και οι δύο κοιτούσαν τις φωτογραφίες από το πάρτι – έκπληξη που τους έκαναν οι ξένοι τουρίστες την τελευταία ημέρα παραμονής τους στην Σαντορίνη και απέδειξαν και με εικόνα το βαθύ δέσιμο που δημιουργήθηκε ανάμεσά τους.
Μιλώντας για τη συναναστροφή τους με τους ξένους θελήσαμε να μάθουμε πότε τους έκαναν να νιώσουν άβολα, καθώς δεν μπορεί όλα να ήταν τέλεια. Τελικά την βγάλαμε την (κατά τα άλλα σπαρταριστή) ιστορία μας με πρωταγωνίστριες πέντε Κινέζες και μία αστακομακαρονάδα.
Διηγείται η Έλενα: «Μία ημέρα ήρθαν στο μαγαζί πέντε Κινέζες και με ρώτησαν αν μπορούν να φάνε αστακομακαρονάδα μέσα σε 20’ γιατί θα έφευγε το τουριστικό λεωφορείο που τις μετέφερε. Τους είπα ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος και ίσως να μην προλάβαιναν αλλά τελικά αποφάσισαν να μείνουν. Μόλις 3’ από την παραγγελία μία από αυτές μπαίνει στην κουζίνα λέγοντας «hungy, hungry» (σ.σ. Πεινάμε). Της εξήγησα πως μόλις τώρα άρχισε η διαδικασία και αποχώρησε. Έπειτα από 7’ μία δεύτερη από την παρέα ξαναμπήκε στην κουζίνα φωνάζοντας «food, food» (σ.σ. φαγητό) κάνοντας μάλιστα με τα χέρια της τη χειρονομία ότι θέλει να φάει. Της είπα πως ακόμη δεν είναι έτοιμο και αποχώρησε και αυτή. Το κακό τρίτωσε όταν μία τρίτη έβαλε το κεφάλι της μέσα στο παράθυρο της κουζίνας όπου ήταν ο μάγειρας φωνάζοντας «move and hurry» (σ.σ. κουνήσου και βιάσου). Προσπαθώντας να συνεφέρουμε τον μάγειρα από το σοκ που τον είχε πιάσει αμόκ με το τηγάνι στο χέρι, πήγα την παραγγελία. Εκεί ήταν το τελειωτικό χτύπημα καθώς μετέφεραν την αστακομακαρανόδα σε άλλο τραπέζι και μια – μία έβγαζαν σέλφι μαζί της και στη συνέχεια μου ζήτησαν να τις φωτογραφίσω και τις πέντε».
Τα «φρέσκα» ψάρια και το 24% που τσακίζει
Μιλώντας για φαγητό μας άνοιξε η όρεξη και εμάς και ρωτήσαμε για την ποιότητα και για το αν αυτό που πληρώνεις τόσο ακριβά αξίζει τον κόπο. Η Ελενα θέλησε να μας διαφωτίσει: «Το τι θα φας εξαρτάται και από το μαγαζί που θα πας. Είναι σίγουρο, όμως, πως τα φρέσκα ψάρια ας πούμε είναι λίγα και όταν δεν καταναλωθούν στην ώρα τους θα καταψυχθούν και θα πουληθούν ως φρέσκα».
Κάπου εδώ η συζήτηση τελείωσε και τα συμπεράσματα ανήκουν σε εσάς. Το σίγουρο είναι πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και κάθε παραμύθι για να είναι σωστό θα πρέπει να έχει και έναν δράκο που για να αντιμετωπιστεί θέλει κόπο, ιδρώτα, δάκρυα και αποφασιστικότητα για να ξεκινήσει κάτι διαφορετικό.
Πάντως αν τύχει και μας φέρει ο δρόμος μας από κάποιο κοσμοπολίτικο νησί καλό είναι να θυμόμαστε πως γύρω μας δεν είναι μόνο τα μαγευτικά τοπία και οι ομορφιές της Ελλάδας αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που δουλεύουν πολύ περισσότερο από ότι φανταζόμαστε, κάνοντας αγώνα για να μας προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.