Μετά είδε την κόκκινη κάρτα στο κύκνειο άσμα της καριέρας του κι άφηνε το στίγμα του, εξωποδοσφαιρικά, στη νίκη της Ιταλίας επί της Γαλλίας και στην ανάδειξή της σε παγκόσμια πρωταθλήτρια για τέταρτη φορά στην ιστορία της.
Είναι στιγμές που το ποδόσφαιρο και η «κανονική» ζωή διαπλέκονται τόσο, που αντιλαμβάνεται και ο πλέον αδαής τι σημαίνει το παιχνίδι για τον κόσμο. Άνθρωποι αντιμετωπίζουν ανθρώπους, προσπαθούν να τους νικήσουν μπροστά στα μάτια άλλων και ό,τι κι αν συμβεί, επηρεάζει και αφορά την κοινωνία, που με τη σειρά της εισβάλλει στις τέσσερις γραμμές και ορίζει τους κανόνες.
Αυτό συνέβη το 1938, στο Μουντιάλ της Γαλλίας, όταν ο Χίτλερ την προσάρτηση της ομάδας της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία, διαλύοντας την υπέροχη «Wunderteam». Αντίστοιχα, η δολοφονία του Αντρές Εσκομπάρ από καρτέλ ναρκωτικών στην Κολομβία, λίγες μέρες μετά το αυτογκόλ του το 1994 απέναντι στις ΗΠΑ. Έτσι και το 2006, όταν ο Μάρκο Ματεράτσι πλήγωσε την περηφάνια ενός μετανάστη από την Αλγερία στο γήπεδο. Ο Ζινεντίν Ζιντάν δεν είχε σκοπό να το επιτρέψει αυτό, ούτε σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Ιταλία και Γαλλία συγκρούστηκαν στο Βερολίνο, με τη «σκουάντρα ατζούρα» να διεκδικεί το τέταρτο τρόπαιο Ζιλ Ριμέ και τους σπουδαίους «τρικολόρ» να ψάχνουν το τρίτο τρόπαιο σε μια μαγική οκταετία, μετά το Μουντιάλ του 1998 και το EURO 2000. O Ζιντάν με πέναλτι (7′) έβαλε μπροστά στο σκορ την ομάδα του Ντομενέκ, πριν ο Ματεράτσι, που υπέπεσε στην παράβαση, με κεφαλιά στο 19′ φέρει το παιχνίδι στα ίσια.
Δίχως άλλο τέρμα στα 90′, το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση. Εκεί, οι δυο σκόρερ θα πρωταγωνιστούσαν ξανά, δίχως να σκοράρουν πάλι. Η μάχη τους θα αναδείκνυε έναν τραγικό χαμένο κι έναν θλιβερό νικητή, πριν καν γίνει η απονομή του τροπαίου.
Στο 110′, Ζιντάν και Ματεράτσι είδαν τη μπάλα να απομακρύνεται από την περιοχή της Ιταλίας και ξεκίνησαν δίπλα-δίπλα να τρέχουν προς τα πίσω. Φάνηκε να ανταλλάσουν κουβέντες, μέχρι που ξαφνικά ο Ζιζού σταμάτησε, κοίταξε τον στόπερ της Ίντερ, και τον κουτούλησε δυνατά στο στήθος. Το κοινό σοκαρίστηκε, μαζί με τους τηλεθεατές στο ριπλέι, αφού η κάμερα δεν έπιασε «ζωντανή» τη φάση.
Ο Οράσιο Ελισόντο απέβαλε τον Ζιντάν, που δεν διαμαρτυρήθηκε. Πλήρως συνειδητοποιημένος, έβγαλε το περιβραχιόνιο κι αποχώρησε, προσπερνώντας δραματικά το τρόπαιο, στην είσοδο των αποδυτηρίων. Την ίδια ώρα, ο Ματεράτσι σπαρταρούσε στο έδαφος.
Αργότερα, όπως έγινε γνωστό, στον διάλογο του με τον Γάλλο, τον αποκάλεσε «γιο μιας πουτ@ν@ς τρομοκράτισσας», κάνοντας ευθεία ρατσιστική αναφορά στην Αλγερινή μητέρα του. Η αντίδραση του Ζιντάν, που είχε γεννηθεί στη Μασσαλία και είχε «κατακτήσει» τον κόσμο, απέδειξε ακριβώς γιατί ποδόσφαιρο και κοινωνία, ποδόσφαιρο και πολιτική, αθλητισμός και ζωή συνολικά μπορούν μόνο να σχετίζονται κι επ ουδενί να διαγράφουν παράλληλες πορείες.
Ο Ζιντάν αποβλήθηκε στο τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του. Δεν «φρέναρε» μπροστά στην προοπτική της κατάκτησης του Μουντιάλ, στις επιπτώσεις της ενέργειάς του. Δεν ζήτησε να τον λυπηθούν, δεν δικαιολογήθηκε. Πάτησε το «γκάζι», όταν πλήγωσαν την περηφάνια του και χτύπησε τον ρατσισμό. Αποχώρησε ηττημένος, μα ήταν νικητής. Ο Ματεράτσι ανέβηκε στην κορυφή του κόσμου, μα δεν έγινε είδωλο κανενός. Είχε χάσει.
Αγωνιστικά, οι «ατζούρι» δεν αστόχησαν σε κανένα πέναλτι της διαδικασίας, ενώ ο Τρεζεγκέ έστειλε τη μπάλα στο δοκάρι. Όταν ο Φάμπιο Γκρόσο κλήθηκε να εκτελέσει το πέμπτο, είχε την ιστορική ευκαιρία να δώσει στην Ιταλία ένα τρόπαιο, όπερ και εγένετο.
Πηγή: gazzetta.gr
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]