Ο καθηγητής Μάκριτζ είχε ταυτιστεί με το νεοελληνικό διαφωτισμό και τη νεοελληνική γλώσσα. Μέσα από τα βιβλία του και τα συγγράμματα του, καταπιανόταν συστηματικά με θέματα του ελληνικού πολιτισμού. Όπως επισημαίνουν άνθρωποι που τον γνώριζαν καλά «μέχρι το τέλος της ζωής του παρακολουθούσε εξαντλητικά όλη την ελληνική βιβλιογραφία». Μεταξύ των δικών του έργων συμπεριλαμβάνονται: «Η νεοελληνική γλώσσα», «Γλώσσα και εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα, 1766-1976», «Βασική γραμματική της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας». Εξίσου σημαντική θεωρείται η αρθρογραφία του αλλά και οι μεταφράσεις του στα αγγλικά πολλών ελληνικών κειμένων. Αξιομνημόνευτες είναι οι μεταφράσεις των πεζογραφημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Γιώργου Βιζυηνού, του Παντελή Πρεβελάκη, αλλά και των ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη, του ‘Αρη Αλεξάνδρου και του Τίτου Πατρίκιου.
Ο Πίτερ Μάκριτζ γεννήθηκε το 1946. Σπούδασε Νεοελληνική και Γαλλική Φιλολογία στην Οξφόρδη. Μελέτησε ενδελεχώς τον νεοελληνικό διαφωτισμό και ξεκίνησε να διδάσκει Νέα Ελληνική φιλολογία το 1973 στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου. Το 1981 συνέχισε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όπου δίδασκε στη Σχολή Μεσαιωνικών και Σύγχρονων Γλωσσών. Από το 1996 ως το 2003 διετέλεσε καθηγητής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, στο εν λόγω πανεπιστήμιο διδάσκοντας ελληνική γλώσσα, λογοτεχνία και ιστορία του πολιτισμού. Το 2008 του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ τον Μάιο του 2017 αναγορεύτηκε επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Η Ελληνική πολιτεία αναγνωρίζοντας «τη συνεισφορά του στην ιστορική εξέλιξη του νεότερου ελληνισμού αλλά και για τη συμβολή του στη βαθύτερη κατανόηση του νεοελληνικού πολιτισμού και την προβολή του στη διεθνή κοινότητα», στις 23 Μαρτίου του 2022 του απένειμε την ελληνική υπηκοότητα σε τελετή που πραγματοποιήθηκε στην κατοικία του Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο. Τότε ο καθηγητής Μάκριτζ μεταξύ άλλων είχε πει:
«Όποτε έλεγα τη λέξη πατρίδα σχεδόν δεν μπορούσα να συνεχίσω από τη συγκίνησή μου. Η πατρίδα είναι ωραία λέξη και σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Είμαι βαθειά συγκινημένος για τρείς κυρίως λόγους. Πρώτον γιατί η κυρία Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας μου έκανε την εξαιρετική τιμή να εγκρίνει την αίτηση τεσσάρων συναδέλφων μου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης να μου απονεμηθεί τιμητικά η Ελληνική ιθαγένεια. Για 50 χρόνια θεωρώ την Ελλάδα ως δεύτερη πατρίδα. Μέχρι σήμερα η έκφραση αυτή δεν ήταν παρά μεταφορική, τώρα όμως έγινε κυριολεξία. Δεύτερον διότι βρίσκομαι εδώ με αγαπητούς φίλους και συναδέλφους, που έχω τουλάχιστον δύο χρόνια να τους δω, λόγω της πανδημίας. Τρίτον διότι η σημερινή τελετή γίνεται στην κατοικία του Πρέσβη της Ελλάδος. Εδώ έζησε, όπως ήδη μας είπε ο κ. Πρέσβης από το 1957 μέχρι το 1961 ο μεγάλος ποιητής Γιώργος Σεφέρης, με το έργο του οποίου συνδέομαι συναισθηματικά από τότε που αγόρασα τα ποιήματά του κατά τη δεύτερη επίσκεψή μου στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1965. Η πρώτη επίσκεψή μου έγινε το καλοκαίρι του 1962, ως μέλος μιας ομάδας μαθητών από το γυμνάσιό μας, υπό την αιγίδα ενός καθηγητή μας. Τη δεύτερη φορά, το 1965 όταν ήμουν πλέον φοιτητής στην Οξφόρδη, άρχισα να μαθαίνω την Ελλάδα άνευ διδασκάλου. Ύστερα το 1971 είχα την τύχη να γίνω ένοικος του ζεύγους Σεφέρη, στο σπίτι τους στην οδό ‘Αγρας στο Παγκράτι. Το διαμέρισμά μου ήταν στο ισόγειο και το ζεύγος Σεφέρη ήταν στον πρώτο όροφο. Δυστυχώς, ο Σεφέρης απεβίωσε λίγους μήνες μετά την εγκατάστασή μου στο διαμέρισμα και δεν πρόφτασα σχεδόν να τον γνωρίσω από κοντά. Με την κυρία Μαρώ όμως ανέπτυξα πολύ στενές σχέσεις».
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο κ. Ιωάννης Ραπτάκης δήλωσε: «Το έργο του δείχνει το μεγαλείο του. Η αγάπη του για την Ελλάδα είναι διάχυτη στα κείμενά του. Η πολιτογράφησή του σε Έλληνα ήταν το επιστέγασμα της σχέσης του με τον ελληνικό πολιτισμό. Ήξερε ότι το τέλος πλησίαζε, το έλεγε ο ίδιος, αλλά αποδέχθηκε με ιδιαίτερη χαρά να έρθει στις 23/3/2022 στην πρεσβευτική κατοικία και να ορκισθεί να φυλάττει πίστη στην Πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και …ως Έλληνας πολίτης.” Ο Πέτρος Μακρίδης μας λείπει».
Ένας από τους στενότερους συνεργάτες του ήταν ο εξίσου διακεκριμένος καθηγητής νεοελληνικής και βυζαντινής ιστορίας και επι τρεις δεκαετίες κάτοχος της Έδρας Κοραή στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου, Ρόντρικ Μπίτον.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Μπίτον τόνισε πως «ο Πίτερ Μάκριτζ υπήρξε κορυφαία φυσιογνωμία των νεοελληνικών σπουδών στο Ηνωμένο Βασίλειο από τη δεκαετία του 1970 έως τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Δίδαξε πολλές γενιές προπτυχιακών ενώ επέβλεψε και τις διδακτορικές διατριβές πολλών φοιτητών της νεοελληνικής λογοτεχνίας και γλωσσολογίας. Πολλοί από αυτούς πλέον κατέχουν διακεκριμένες ακαδημαϊκές θέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και σ’ άλλες χώρες. Ο Πίτερ ήταν ένας πολύ ευγενικός και ταπεινός άντρας, που ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τη σπουδαία υποτροφία του αλλά και ποτέ δεν υποβάθμισε τα υψηλά του στάνταρ. Ούτε για τους μαθητές του αλλά ούτε και για τους συναδέλφους του. Η απώλεια του είναι αναντικατάστατη. Πενθούν βαθύτατα και θα τον θυμούνται πάντα με αγάπη και στοργή πολλοί φίλοι του στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα, την Κύπρο και αλλού».
Συλλυπητήριο μήνυμα της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνας Μενδώνη για την απώλεια του Πίτερ Μάκριτζ
“Η πατρίδα έχασε έναν σπουδαίο δάσκαλο, έναν κορυφαίο μελετητή της ελληνικής γλώσσας, έναν πρεσβευτή του ελληνικού πολιτισμού”, δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, στο χτεσινό συλλυπητήριο μήνυμά της για την απώλεια του Πίτερ Μάκριτζ. Ακολουθεί ολόκληρο το μήνυμα της υπουργού:
“Έχουν περάσει μόλις λίγοι μήνες, από τον περασμένο Μάρτιο, όταν απονεμήθηκε τιμητικά η Ελληνική Ιθαγένεια στον Πίτερ Μάκριτζ. Τότε, συγκινημένος, είχε πει πόσο ωραία λέξη θεωρούσε την πατρίδα. Σήμερα η πατρίδα έχασε έναν σπουδαίο δάσκαλο, έναν κορυφαίο μελετητή της ελληνικής γλώσσας, έναν πρεσβευτή του ελληνικού πολιτισμού. Από την πρώτη φορά που ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην εφηβική του ηλικία, μέχρι το τέλος, ο Πίτερ Μάκριτζ αγάπησε την ελληνική γλώσσα και την Ελλάδα, που έγινε η δεύτερη πατρίδα του. Με τη συστηματική του έρευνα, κατάφερε να αποδώσει στην αγγλική γλώσσα τις αποχρώσεις των λογοτεχνικών κειμένων του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού, μελέτησε τα έργα του Καβάφη, του Σεφέρη, του Σολωμού, εκτίμησε την αμεσότητα του λόγου του Ταχτσή και του Πολίτη. Από τις διαλέκτους της νέας ελληνικής γλώσσας, μέχρι το μεσοπολεμικό αστυνομικό μυθιστόρημα, αντιμετώπισε την ελληνική γλώσσα ως σύνολο με διαφορετικές εκφράσεις και επιρροές, χωρίς διαχωρισμούς και προκατάληψη. Του οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ για την αγάπη που έδειξε στην Ελλάδα και στην ελληνική γλώσσα. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του και στους φίλους του”.
Ειδήσεις σήμερα
Ελληνοτουρκικά: Χωρίς φρένα τα παραληρήματα του Ερντογάν… που επανήλθε
Στη Δυτική Μακεδονία το πρώτο «χωριό υδρογόνου» στην Ελλάδα