Ακολουθώ αναγνωστικά τον συγγραφέα από τα πρώτα του βήματα, από το πρωτόλειό του ακόμη «Και πάντα με χείλη κόκκινα» που εκδόθηκε το 2006. Ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Πράντζιος με εξέπληξε με τη συγγραφική του πένα κι έχω ακόμη στο μυαλό μου την αρχική μου σκέψη πως ο συγγραφέας αυτός θα έχει μέλλον. Το μέλλον αυτό έρχεται για άλλη μία φορά να μας το επιβεβαιώσει ο συγγραφέας με το έβδομο κατά σειρά μυθιστόρημά του, «Βαγόνι τρίτης θέσης». Η γραφή του Πράντζιου είναι σαν το παλιό καλό κρασί, όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο μεστή γίνεται. Οι θεματικές των βιβλίων του δεν είναι επαναλαμβανόμενες, ο συγγραφέας σκέφτεται και ερευνά πριν ξεκινήσει κάθε φορά το καινούργιο του πόνημα, γι’ αυτό και η εκδοτική του παρουσία ανά τριετία.
Το «Βαγόνι τρίτης θέσης» είναι αποτέλεσμα πολύμηνης έρευνας πάνω στα θεατρικά μπουλούκια του περασμένου αιώνα, γεγονός που πιστοποιείται εξάλλου και από την παράθεση της βιβλιογραφικής μελέτης στο τέλος του βιβλίου. Ο συγγραφέας συνέθεσε την πλοκή του μυθιστορήματός του βασισμένος σε πραγματικά γεγονότα που λάμβαναν χώρα κατά την περιδιάβαση των θεατρικών μπουλουκιών ανά την Ελλάδα και μας παρουσιάζει ένα μυθιστόρημα άρτιο μορφικά, χτίζοντας τη μυθοπλασία του μέσα από τη ζωή τριών γενιών καλλιτεχνών.
Επί της ουσίας πρόκειται για μια σπονδυλωτή αφήγηση, η οποία ξεκινά στα χρόνια του Μεσοπολέμου, με το Λενάκι να το σκάει από την επαρχία όπου μεγαλώνει, μ’ έναν μπουλουκτσή που ερωτεύεται και τον ακολουθεί ως τραγουδίστρια στους περιπλανώμενους θιάσους των μπουλουκιών. Εκεί γνωρίζει τη Ρόζα, χαρακτηριστική μορφή των θεατρικών μπουλουκιών της εποχής, και ο σύνδεσμος μαζί της δημιουργεί μια φιλία που κρατά σε όλη τη διάρκεια του βίου τους. Παράλληλα, ο αναγνώστης παρακολουθεί στα μεταγενέστερα χρόνια την κόρη της πρωταγωνίστριας, Κάλλι, που διαπρέπει στο χώρο του θεάτρου, και την εγγονή της, Ελένη, αντιπροσωπευτικό δείγμα της νέας γενιάς των ηθοποιών που αγωνίζονται να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο.
Πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες
Μέσα από τα μπουλούκια και το θέατρο ευρύτερα, παρακολουθούμε την κοινή ζωή της Ρόζας με το Λενάκι, καθώς ζυμώνεται ταυτόχρονα με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφύλιου σπαραγμού, των γεγονότων που οδήγησαν στη Δικτατορία του ’67 και τη Μεταπολίτευση. Οι σελίδες του βιβλίου αποτελούν ένα πέρασμα από τις αγνές εποχές της τέχνης που υπηρέτησαν τα θεατρικά μπουλούκια στις χρυσές εποχές του κινηματογράφου και των εμπορικών θεατρικών παραστάσεων μέχρι τη σκληρή καλλιτεχνική πραγματικότητα των ημερών μας.
Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από τα ξύλινα βαγόνια τρίτης θέσης στα οποία στοιβάζονταν οι μπουλουκτσήδες για να ταξιδέψουν στις περιοδείες τους. Αποτελεί όμως κι ένα σημείο-κλειδί στο μυθιστόρημα, εξάπτοντας την περιέργεια του αναγνώστη, ένα εύρημα βάσει του οποίου εκτυλίσσεται και ολοκληρώνεται η μυθιστορηματική πλοκή.
Με δεδομένο ότι το θέατρο δεν είναι αποκομμένο από τη ζωή και τα προβλήματά της, στο «Βαγόνι τρίτης θέσης» πρωταγωνιστούν τα ανθρώπινα συναισθήματα, έρμαια των πολιτικών συγκυριών και των κοινωνικών συνθηκών που ταλανίζουν την ανθρώπινη φύση σε κάθε ιστορική εποχή: Η πίκρα, η αγωνία και ο σπαραγμός μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων, ο προβληματισμός γύρω από το θέμα της οικονομικής ανέχειας, της ανθρώπινης εξαθλίωσης και της ματαιοδοξίας, η βαθιά συνειδητοποίηση του ευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσα σε καταστάσεις πολέμου και καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προκαλούν οι βιαστές της δημοκρατίας. Ολα αυτά διανθισμένα με την αξιέραστη γλώσσα του συγγραφέα και με εργαλείο το χιούμορ που χαρακτηρίζει τη γραφή του εν γένει δημιουργούν ένα μυθιστόρημα με ήρωες πλασμένους «κατά το εικός και το αναγκαίον», με μία αφηγηματική ταχύτητα που σε ταξιδεύει, μ’ ένα τέλος γεμάτο συγκίνηση και την επιθυμία να ξαναγυρίσεις στην πρώτη σελίδα και να διαβάσεις το βιβλίο από την αρχή.
Δεν μένει παρά να επιβιβαστούμε κι εμείς ως αναγνώστες σ’ αυτό το «Βαγόνι τρίτης θέσης» και να ταξιδέψουμε παρέα με τη συναρπαστική αφήγηση του βιβλίου. Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω μία από τις πολλές μαρτυρίες που έβγαλε στο φως η έρευνα του συγγραφέα για τον άγνωστο, για τους περισσότερους, κόσμο των θεατρικών μπουλουκιών.
«Καλημέρα σας, κύριε αστυνόμε. Εχω έρθει εδώ με τον θίασο, έχουμε ένα τσαντίρι και παίζουμε. Να, εδώ έχω την άδεια για τα έργα που ανεβάζουμε».
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Ο αστυνόμος πήρε την άδεια κι άρχισε να διαβάζει.
«Εδώ γράφει Θίασος Πρόζας».
«Μάλιστα».
«Και γιατί δεν ήρθε η κυρία αυτοπροσώπως και ήρθατε εσείς;»
«Ποια κυρία;»
«Αυτή που γράφει εδώ, η κυρία Πρόζα. Αν δεν έρθει εδώ αυτοπροσώπως η κυρία Πρόζα, παράσταση δεν γίνεται!»
Who is who
Ο Πασχάλης Πράντζιος γεννήθηκε στην Ανάβρα Καρδίτσας το 1971. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Θέατρο, με ειδίκευση στην Επιβίωση του Αρχαίου Δράματος, στο Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας, και στην πορεία παρακολούθησε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ. Είναι συγγραφέας των μυθιστορημάτων «Και πάντα με χείλη κόκκινα» (Ωκεανίδα, 2006), «Περί ανέμων και γάτων» (Ωκεανίδα, 2009), «Λιωμένο μολύβι» (Ωκεανίδα, 2012), «Η πόλη έχει ρεπό» (Ωκεανίδα, 2014), «Ξανάγινε τρεις…» (Ωκεανίδα, 2016), «Τριάντα έξι ώρες βροχής» (Κλειδάριθμος 2019), «Βαγόνι τρίτης θέσης» (Πηγή, 2022).
Ειδήσεις σήμερα
Ευρυτανία: Νεκρός εντοπίστηκε ο 40χρονος αστυνομικός – Είχε πέσει στην «Τρύπα της Τατάρνας»