Ο τίτλος «Δικά μας παιδιά» πού παραπέμπει;
Ο τίτλος έρχεται συνήθως και «κουμπώνει» στο τέλος. «Δικά μας παιδιά» είναι τα παιδιά μας, η γενιά που σε λίγο θα πάρει τη σκυτάλη από εμάς. Είναι και οι άνθρωποι που μοιραζόμαστε μαζί τους έναν κοινό κώδικα, ιδέες, σκέψεις και αποφάσεις ζωής. Είναι και πολλά άλλα, που θα τα ανακαλύψει ο αναγνώστης, καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται.
Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας τον βασικό άξονα του μυθιστορήματος;
Τα «Δικά μας παιδιά» είναι ένα μυθιστόρημα για δύο γενιές. Για τη γενιά των παιδιών μας, που μεγάλωσαν κλεισμένα στα δωμάτιά τους, αλλά και για τη δική μας γενιά, που πιστέψαμε πως θα γίνουμε καλύτεροι από τους γονείς μας. Και τώρα βλέπουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, να κάνουν τα λάθη τους, να βγαίνουν μπροστά. Είναι μια ιστορία για όσα ξέρουμε, αλλά και για όσα δεν θα μάθουμε ποτέ. Γιατί κάθε γενιά νομίζει ότι προστατεύει τα παιδιά της. Μα, αν ακούσουμε την ιστορία από την άλλη πλευρά, θα δούμε ότι και τα παιδιά προστατεύουν τους γονείς από όσα δεν θα υποψιαστούν ποτέ – και ευτυχώς. Συχνά η μουσική είναι ο κώδικας, το κλειδί που ανοίγει τις κλειστές πόρτες. Ετσι λοιπόν, μαζί με όλα αυτά που είπαμε, τα «Δικά μας παιδιά» είναι και μια ιστορία για ένα ραπ συγκρότημα, για τα όνειρα που παίρνουν εκδίκηση, για τα παιδιά που έσωσε η μουσική.
Ποια είναι όλα αυτά τα παιδιά που γεμίζουν στάδια για έναν ραπ μουσικό, που οι περισσότεροι από εμάς δεν τον έχουμε καν ακουστά;
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Τα παιδιά αυτά είναι οι γιοι και οι κόρες μας, οι μαθητές και οι μαθήτριές μας, τα γειτονόπουλα, τα παιδιά των φίλων μας. Ζουν κι αυτά τη ζωή τους, έχουν τις απόψεις και τις γνώμες τους, ακούν τις μουσικές τους, έχουν τους δικούς τους κώδικες. Οπως φυσικά είχαμε κι εμείς όταν ήμασταν στην ηλικία τους. Η μουσική δίνει συνήθως το κλειδί: είναι ο τρόπος που έχουμε να αντιληφθούμε αυτό το ωμό νεύρο μιας κοινωνίας που πάλλεται μέσα στα στάδια, στα γήπεδα, στις πλατείες. Το τι συμβαίνει εκεί που μαζεύονται τα παιδιά, όπως και εκεί που μένουν μόνα τους, κλείνοντας την πόρτα στα μούτρα μας, αφηγείται το βιβλίο. Οπως και τις σκέψεις, τις ζωές, τις αγωνίες και τα χτυποκάρδια της δικής μας γενιάς.
Mοναχοπαίδια: Η νέα πραγματικότητα/κανονικότητα, πλέον, στην Ελλάδα; Γιατί «αυτή η γενιά έχει αποτύχει και το κόστος βαρύ, γιατί από κάτω παίζει αμόνι και από πάνω σφυρί» (Stixoima);
Ναι, τα μοναχοπαίδια είναι η νέα κανονικότητα, γι’ αυτό και οι ήρωες και οι ηρωίδες του βιβλίου είναι κυρίως μοναχοπαίδια. Οπως και οι μονογονεϊκές οικογένειες μοιάζει να είναι η νέα πραγματικότητα. Το δίστιχο των Stixoima που αναφέρετε -και δίνει τον τίτλο σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου- περιγράφει με λίγες λέξεις μια αίσθηση που κατοικεί στα στομάχια μας. Και για να το συμπληρώσω, θα αναφέρω το δίστιχο του Novel 729, που δίνει τον τίτλο σε ένα άλλο κεφάλαιο: «Εχω έναν έφηβο μες στην ψυχή μου, που πάει ακόμη Γυμνάσιο». Αλλωστε το ένα δεν αποκλείει το άλλο, ζούμε κι εμείς με τις αντιφάσεις μας, έτσι δεν είναι;
Κυρίαρχοι σε αυτό το μυθιστόρημα είναι οι χαρακτήρες, η Βάλια, η Ζωή, ο Ιορδάνης, oι μπάτσοι, καλοί ή κακοί, ο Κωστής, η Λένια, ο Φώτης, ο Σίμος, ο Τσε, η Στεφάνκα η Βουλγάρα, η καλή μαμά του κακού παιδιού. Με ποιον ήρωα/ποια ηρωίδα του έργου σας έρχεστε πιο κοντά και γιατί;
Δεν νομίζω πως μπορώ να απαντήσω. Η συγγραφέας δεν παίζει απλώς έναν ρόλο μέσα στην αφήγηση. Για να γράψει την ιστορία γίνεται κάθε φορά και ένας άλλος ήρωας. Φορά το σώμα και τις σκέψεις αυτού του ήρωα, δεν τον παριστάνει. Οι κόντρα ρόλοι είναι συνήθως πιο ξεσηκωτικοί. Μα όσο είμαι η Βάλια (η μάνα), είμαι και ο Κωστής (ο γιος). Οσο είμαι ο Ιορδάνης (ο πατέρας), είμαι και η Τζίνα (η κόρη). Αυτό είναι το γοητευτικό παιχνίδι της γραφής – και της ανάγνωσης, ευελπιστώ.
Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΖΕΣΤΗ ΖΩΗ
Ποιος ο ρόλος στο νέο σας βιβλίο των διαφορετικών γενεών; Η ρευστότητα των ρόλων και των φύλων, η φιλία, o φανατισμός, ο σχολικός εκφοβισμός;
Ολα αυτά είναι θέματα που διατρέχουν το βιβλίο. Αλλωστε η αφήγηση είναι κι αυτή ζεστή ζωή – δεν θα μπορούσαν, λοιπόν, να λείπουν αυτά τα θέματα από ένα μυθιστόρημα που απεικονίζει το σήμερα – και μάλιστα τη στιγμή που βράζει. Στα «Δικά μας παιδιά» οι δύο γενιές αντικρίζονται: βρίσκονται σε δύο παράλληλα σύμπαντα, που άλλες φορές συνομιλούν κι άλλοτε συγκρούονται. Θα έρθει η στιγμή αυτές οι δυο γενιές να δώσουν το χέρι;