Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22, στην εγκατάλειψη από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και τη σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη εκδίωξη και εξόντωση του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 1.000.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Φέτος κλείνουν εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», θέλοντας να τιμήσει αυτή την επέτειο, ζήτησε από ορισμένους συγγραφείς να γράψουν λογοτεχνικά κείμενα που να αναφέρονται σε εκείνη την εποχή. Σε αυτά τα λογοτεχνικά κείμενα παρουσιάζεται η Σμύρνη όπως προέκυψε μέσα από τη φαντασία ή τις διηγήσεις των συγγραφέων. Οι περισσότεροι από τους δημιουργούς είναι απόγονοι προσφυγικών οικογενειών, άρα γνωρίζουν καλά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί. Επιπλέον, αποτελούν την τελευταία γενιά που γνώρισε και μεγάλωσε μαζί με τους πρόσφυγες. Αρα, η προσωπική τους άποψη μοιάζει σαν μια νέα συγκατάθεση μνήμης στην Ιστορία.
Στο αφιέρωμα στη Μικρά Ασία στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» συμμετέχουν οι συγγραφείς:
Αζαριάδης Γρηγόρης, Αφεντουλίδου Αννα, Γιαννέλης-Θεοδοσιάδης Γιάννης, Γκόζης Γιώργος, Γκουρογιάννης Βασίλης, Δρακονταειδής Φίλιππος, Ζήρας Αλέξης, Θεοχάρης Γιώργος, Ιντζέμπελης Ελπιδοφόρος, Καριζώνη Κατερίνα, Λαμπαρδής Πασχάλης, Λεονταρίτης Γιώργος, Μαραγκοζάκη Σωτηρία, Μαυρουδής Ευάγγελος, Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, Μπανά Γ. Πολύμνια, Μπλάνας Γιώργος, Μπούρας Κωνσταντίνος, Παπαθανασόπουλος Γιώργος, Πατσώνης Γιάννης, Λιάνα Σακελλίου, Σαραντίτη Ελένη, Αντώνης Νικολόπουλος (Σουλούπ), Στοφόρος Κώστας, Τζανακάρης Βασίλης, Τσοκώνα Ιώ.
ΛΙΑΝΑ ΣΑΚΕΛΛΙΟΥ
ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Σμύρνα
Περπατούσα αόρατη σαν τη σκιά, κρυμμένη πίσω από φαρδιά γκρίζα ρούχα και φερετζέ. Επισκεπτόμουν την έπαυλή της κάθε εβδομάδα, λίγες ώρες πριν πάει στο θέατρο. Εβαζα την αργυροκλωστή μέσα στο ταγάρι αποβραδίς. Ο άντρας μου το ήξερε και το χαιρόταν γιατί μέσα σε λίγη ώρα που τη φρόντιζα, επέστρεφα στο σπίτι με καλούδια. Ηταν καλή μαζί μου η κυρά μου. Ηταν δασκάλα στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο, δασκάλα μουσικής. Μάθαινε στα κορίτσια πιάνο. Εμένα μου μάθαινε πώς να φορώ τεπελίχ, κεντημένο με φλουριά και κρόσσια, το έβγαζε από το ερμάρι και το έβαζε στο κεφάλι μου. Ενιωθα όμορφη! Αλλοτε πάλι έκανε ένα μεγάλο φιόγκο στα μαλλιά μου. Τα χτένιζε και μετά γελώντας έδενε τον πρώτο κόμπο. Τραγουδούσε περίφημα και ζούσε με πάθος. Μου ανέβαζε τη διάθεση.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Μετά ήξερα τι να κάνω. Εβγαζα την κλωστή που έκρυβα προσεκτικά να μην τη χάσω, και τα χέρια μου άρχιζαν να σκέφτονται από μόνα τους. Να συγκεντρώνονται. Τοποθετούσα προσεκτικά στο στόμα μου το ένα άκρο της κλωστής και με το άλλο τής αφαιρούσα τις τριχίτσες από το πάνω χείλος και ανάμεσα στα σμιχτά κατάμαυρα φρύδια της. Πάρτε βαθιά αναπνοή, κυρία, και προσπαθήστε να ηρεμήσετε. Πονούσε αλλά με παρατηρούσε όσο έκανα τη δουλειά μου και μου έλεγε «μα εσύ παίζεις πιάνο, Αϊσά, κουνάς τα δάχτυλά σου μαγικά στον αέρα». Κι εγώ έβαζα όλη τη μαεστρία μου τυλίγοντας ανάμεσα στα δάχτυλά μου την κλωστή. Ρόδιζε το άσπρο δέρμα της και το άλειφα προσεκτικά με το μύρο. Περίμενα να φύγει το χρώμα και τότε τη βοηθούσα να ντυθεί. Σούρωνα τα σαλβάρια στους αστράγαλους με λάστιχο, της φορούσα τα ζιπουνάκια, το μεταξωτό φόρεμα και στη μέση το αντερί με τη χρυσοστόλιστη ζώνη, της στόλιζα τα χέρια με χρυσά βραχιόλια, της πέρναγα μαργαριτάρια στον λαιμό. Γλιστρούσα κι εγώ τότε έξω να πάω σπίτι μου. Αισθανόμουν μαζί της σαν να ήμουν στο σπίτι μου. Σ’ ένα ασφαλές μέρος. Σ’ ένα μέρος που ήξερα πως θα μπορούσα να μείνω. Και που δεν ήταν παροδικό. Κι εγώ ήμουν λιγάκι περίεργη. Μελετηρή αλλά περίεργη. Και μπορούσα να είμαι περίεργη μαζί της. Κι όταν μου μιλούσε για την παράσταση, φανταζόμουν την άμαξα που θα την πήγαινε στο θέατρο, τα νταντελένια φορέματα απ’ το Παρίσι, τα ρωσικά μπαλέτα, τα φώτα, τα βελουδένια καθίσματα.
Την τελευταία φορά που πήγα στο σπίτι της, μου είπε Αϊσά, τα πράγματα έχουν δυσκολέψει για εμάς. Οι καβγάδες πληθαίνουν τις τελευταίες μέρες. Η αστυνομία μπλέκεται όλο και περισσότερο. Να ’χεις τον νου σου στο σπίτι μας.
Ομως εκείνη τη μέρα έκανε πολλή ζέστη, η λάβα έβγαινε απ’ την πόλη κι οι γλάροι έκρωζαν σαν τα παιδιά. Είδα με τα μάτια μου τον αξιωματικό να μπαίνει στο σπίτι της κυράς μου με ένα ραβδί με κουρέλι και μικρά τενεκεδάκια. Σε λίγα λεπτά το σπίτι γέμισε καπνούς. Μετά κάηκε κι άλλο σπίτι κι άλλο και άλλο. Πού να βρω ένα νησί για να την κρύψω. Την έψαχνα, την έψαχνα. Κι η προκυμαία είχε γεμίσει με χιλιάδες ανθρώπους που κινούνταν άσκοπα και ερχόντουσαν κι άλλοι κι άλλοι για το τελωνείο, ώσπου η προκυμαία έγινε μπουλούκι ανθρώπων και χαλιών. Χατζάρες, σφαίρες, πλιάτσικα, σφαγή. Ολόκληρη η πόλη φλεγόταν. Κι όλα τα φύκια έβγαιναν στη βρεγμένη άμμο μαζί με τους πνιγμένους, μια τρομερή νύχτα ήταν. Πολεμικά πλοία αγκυροβόλησαν στο λιμάνι και η θάλασσα ξεδίπλωνε μαούνες. Και μας έριχναν τους προβολείς τους. Και το λιμάνι έφεγγε σαν να ’ταν πρωί.
Τότε ανάμεσα στις κραυγές και στο μπαρούτι κι ενώ η κυρά μου βυθιζόταν με τα κορίτσια της στο λουλακί, τη φώναξα για πρώτη φορά με τ’ όνομά της – Σμύρνα, Σμύρνα, και είδα τη ζωή της όπως ο Θεός έπρεπε να δει τη γη, ένα παράξενο άστρο κρεμασμένο στο σκοτάδι.
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Ο ερωτευμένος ναύτης
…Ζωή μου, καρδιά της καρδιάς μου
Ησουν η πρώτη μου αγάπη και θα είσαι και η τελευταία
Πόσα βράδια δεν σε είδα, δεν σε ένιωσα ανάμεσα στα χέρια μου
Δεν σε έσφιξα στην αγκαλιά μου;
Ομως μόλις ξυπνούσα από αυτά τα όνειρα έκλαιγα για σένα…
Ελεύθερη απόδοση στίχων του Aniello Califano για το τραγούδι «O surdato ‘nnammurato» (Ο ερωτευμένος στρατιώτης) του Enrico Cannio
Το τραγούδι δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό του. Ο καπνός από τη φλεγόμενη πόλη του έφερνε δάκρυα στα μάτια…
Στο προηγούμενο ταξίδι ήταν. Μια μαγική νύχτα πλάι στη θάλασσα. Μια παρέα συντρόφων του το τραγουδούσε. Αυτό το τραγούδι που τους συνόδευε στον πόλεμο. Ναπολιτάνοι ήταν…
Oje vita, oje vita mia…
oje core ‘e chistu core…
si’ stata ‘o primmo ammore…
e ‘o primmo e ll’ùrdemo sarraje pe’ me!
Quanta notte nun te veco,
nun te sento ‘int’a sti bbracce,
nun te vaso chesta faccia,
nun t’astregno forte ‘mbraccio a me?
Ma, scetánnome ‘a sti suonne,
mme faje chiagnere pe’ te…
Τόσο γλυκιά. Με τα μαύρα μαλλιά της και τα μάτια κάρβουνα σωστά που σου έκαιγαν την καρδιά. Μια αρχοντοπούλα της πόλης αυτής. Της Σμύρνης. Κι εκείνος, ο Κάρλο, ένας ναύτης στο πρώτο του ταξίδι. Από την Καλαβρία. Η φτώχεια τον ξαναπήρε από το χωριό του μετά τον Μεγάλο Πόλεμο και τον έφερε στα καράβια. Η θάλασσα έφερνε το ψωμί για την οικογένειά του. Η θάλασσα έσβηνε σιγά-σιγά τις εικόνες της φρίκης στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου.
Πάνω στο κατάστρωμα του «Κωνσταντινούπολις» που είχε έρθει να φορτώσει εμπορεύματα, αλλά θα επέστρεφε άδειο. Η φρίκη του πολέμου είχε γυρίσει.
Ελεγε πως δεν θα ξαναζούσε τη φρίκη. Ομως όλα τώρα ήταν χειρότερα. Φωτιά τις πρώτες μέρες, κόσμος στις αποβάθρες κι ύστερα απελπισία. Πτώματα να επιπλέουν. Αντρες, γυναίκες, παιδιά…
Μέσα στη φρίκη μια βάρκα φάνηκε να πλησιάζει. Μπροστά στεκόταν όρθιος ένας άντρας παράταιρα κομψός μέσα στον χαλασμό. Με τα στρογγυλά γυαλιά, το κοστούμι και τη δερμάτινη τσάντα του ήταν λες και πήγαινε στο γραφείο του μια καθημερινή του Σεπτεμβρίου.
Ζήτησε στα αγγλικά την άδεια να ανέβει στο καράβι τους.
Ο καπετάνιος τον άφησε. Ισως σκέφτηκε πως ήταν κάποιος ξένος από τον εμπορικό οίκο που συνεργάζονταν.
Ο Κάρλο είχε μάθει κάμποσα αγγλικά στη Ρώμη το 1919 όταν βρέθηκε με συμπολεμιστές Αμερικάνους.
Εστησε αυτί στον διάλογο που γινόταν με μια γλώσσα ιταλο-αμερικάνικη ανάμεσα στον καπετάνιο και στον επισκέπτη.
-Εϊζα Τζένιγκς, συστήθηκε εκείνος. Από την YMCA (Young Men’s Christian Association-Χριστιανική Αδελφότητα Νέων). Ηθελα να δω αν μπορείτε να παραλάβετε…
-Δεν υπάρχει περίπτωση! απάντησε ο καπετάνιος χωρίς να αφήσει τον Αμερικάνο να συνεχίσει
-Μα…
-Οι εντολές από την Κυβέρνησή μου είναι σαφείς. Καμιά βοήθεια σε όσους βρίσκονται στην προκυμαία!
-Μπορώ να σας δώσω έξι χιλιάδες λίρες – για δυο χιλιάδες επιβάτες.
-Σας είπα δεν γίνεται, επανέλαβε ο καπετάνιος, αλλά χωρίς αποφασιστικότητα αυτή τη φορά. Εξι χιλιάδες λίρες ήταν μια περιουσία…
-Αν σας φέρω γραπτή άδεια από τον πρόξενο της Ιταλίας;
-Χμμμ… Τότε το πράγμα αλλάζει. Ομως χωρίς τις λίρες ξεχάστε το!
Ο Αμερικάνος υποκλίθηκε ελαφρά και αποχώρησε βιαστικά.
-Μέχρι αύριο το πρωί θα περιμένω. Μετά σαλπάρω, φώναξε ο καπετάνιος πίσω του.
Ο Κάρλο έτρεξε στην κουζίνα.
-Αλφρέντο, πρέπει να με βοηθήσεις!
Συμπατριώτες από την Καλαβρία και φίλοι εδώ και δυο μέρες προσπαθούσαν να πείσουν το πλήρωμα να ξεσηκωθεί και να σώσουν μερικούς από τους δυστυχισμένους της φλεγόμενης Σμύρνης. Ομως έπεσαν σε τείχος αδιαφορίας και φόβου.
-Αφού κανείς δεν μας ακούει, του είπε ο Αλφρέντο που νόμιζε ότι στο σχέδιο αυτό αναφερόταν ο φίλος του.
Ο Κάρλο του εξήγησε τι είχε συμβεί…
-Και τι να κάνουμε εμείς;
-Τίποτα… Νομίζω ο Αμερικάνος θα τα καταφέρει, αλλά το Ερηνάκι…
-Το Ερηνάκι;
-Δεν αντέχω. Θα πάω να τη βρω στη Σμύρνη. Να τη φέρω στο καράβι.
-Τρελάθηκες; Πώς θα πας εκεί; Κι άντε και πήγες. Πού θα τη βρεις; Εχεις καταλάβει τι γίνεται;
-Δεν με νοιάζει. Ξέρω πού θα τη βρω! Μόνο τη βοήθειά σου θέλω. Να κατεβάσουμε τη μικρή βάρκα χωρίς να μας πάρουν είδηση.
Ο Αλφρέντο έμεινε άφωνος…
Με τα πολλά ο φίλος του τον έπεισε και μέσα στο σκοτάδι τον βοήθησε μαζί με ένα άλλο δικό τους παιδί από το πλήρωμα να κατεβάσει τη βάρκα.
Ο Κάρλο άρχισε ένα κωπηλατεί προς την πόλη. Εμοιαζε να έχουν πέσε φλεγόμενα αστέρια στη γη. Αν δεν ήταν τόσο φρικιαστικό…
Εφτασε σε μια άκρη της προκυμαίας όπου ήταν Τούρκοι στρατιώτες.
Ο Κάρλο είχε φορέσει τα καλά του και παρίστανε τον διπλωμάτη. Εδειξε και την ιταλική ταυτότητα, άφησε κι ένα καλό μπαξίσι στον επικεφαλής λοχία και του έταξε άλλα τόσα αν εύρισκε τη βάρκα του όταν γυρνούσε…
Βρέθηκε σε λίγο μέσα σε μια πόλη γεμάτη καπνούς. Μια γκρίζα ομίχλη. «Πρέπει να αφήσεις κάθε φόβο/εδώ κάθε δειλία πρέπει να σβήσει»… Πώς του ήρθαν στο μυαλό αυτοί οι στίχοι που έδιωξαν το τραγούδι του;
Μυρωδιά καμένου, κραυγές και στεναγμοί και θρήνοι απλώνονταν στον σκοτεινό ουρανό. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του. Εφταναν από παντού σκόρπιες φωνές, βλαστήμιες. Ουρλιαχτά και λόγια πόνου. Χτυπήματα χεριών, ψιθυρίσματα, κραυγές, ένα βουητό τρομερό σαν ξαφνική αμμοθύελλα. Τρόμος. Η Κόλαση του Δάντη είχε εμφανιστεί επί της Γης…
Προσπαθούσε να αποφύγει τους μεγάλους δρόμους. Με δυσκολία εύρισκε τη διαδρομή του. Προσπαθούσε να μη βλέπει τους νεκρούς. Να διώξει από το μυαλό του τι ήταν εκείνο το σκούρο υγρό στο λιθόστρωτο.
Να φτάσει στο Ερηνάκι. Στην κρυψώνα τους. Σε εκείνη τη μακρινή γειτονιά. Πίσω από την εκκλησία. Στο καλυβάκι του κηπουρού. Μια αποθήκη με εργαλεία που έμοιαζε σαν τον πιο μαγικό τόπο όταν για πρώτη φορά φιλήθηκαν εκεί.
Δεν ήξερε από πού ερχόταν η βεβαιότητα πως θα τη συναντούσε εκεί.
Μια περίπολος βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του. Εστρεψαν τα όπλα κατά πάνω του.
-Italiano! Italiano! φώναζε με απελπισία. Εδειξε πάλι τα χαρτιά του. Του ζήτησαν εξηγήσεις. Νέο μπαξίσι. Τον άφησαν…
Το στόμα του είχε στεγνώσει. Ο καπνός παντού μέσα του. Γεύση στάχτης.
Ενας νεκρός. Απλωμένο το χέρι στον δρόμο. Κομμένο το ένα δάχτυλο. Ο πιο εύκολος τρόπος να αρπάξεις ένα δαχτυλίδι.
Θυμήθηκε τα χαρακώματα. Τις μάσκες. Τους νεκρούς στη λάσπη μετά την καταιγίδα.
Συνέχισε να προχωράει. Ηταν σα να έβλεπε το πρόσωπό της μπροστά του να τον οδηγεί.
Πλησίαζε. Ενα αεράκι ήρθε δυνατό από τη θάλασσα και καθάρισε λίγο τον ουρανό. Μια μυρωδιά αλμύρας σκέπασε για λίγο το κανό. Μετά σταμάτησε πάλι. Σαν η θάλασσα να άφησε την τελευταία της ανάσα πριν ξεψυχήσει.
Εφτασε στην εκκλησία. Πλησίασε στη μεγάλη της είσοδο.
-Οχι! Οχι! Οχι! άκουσε μια φωνή από μέσα και πέρασε στο σκοτάδι.
-Φύγε!
Η ίδια φωνή.
Καθώς τα μάτια του συνήθιζαν, είδε ένα φρικαλέο θέαμα. Σωριασμένα πώματα στη σειρά.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν είδε την Γκερνίκα του Πικάσο, αυτή η εικόνα εκείνης της σεπτεμβριάτικης νύχτας του ήρθε στο μυαλό.
-Φύγε!
Η φωνή αυτή θα τον στοίχειωνε. Που δεν τόλμησε. Που την άφησε πίσω του.
Ετρεξε πάλι στα σκοτεινά. Εφτασε στην καλύβα. Εμοιαζε να έχει μείνει αλώβητη μέσα στην καταστροφή.
Με προφυλάξεις έκανε το γύρο της και έσπρωξε το κρυφό πορτάκι που υπήρχε στην πίσω πλευρά της. Εδώ μέσα το σκοτάδι ήταν ακόμη πιο πυκνό.
Ομως του ήρθε ένα άρωμα. Το δικό της. Που μύριζε φρέσκο καρύδι. Οταν κόβεις τη φλούδα και τα χέρια σου μαυρίζουν.
-Ερηνάκι!
Σιωπή…
Δεν άντεχε άλλο. Επεσε στα γόνατα, αφήνοντας τα δάκρυα να ξεχυθούν ορμητικό ποτάμι.
Και τότε ένιωσε ένα ανάλαφρο άγγιγμα στον ώμο.
-Κάρλο… ακούστηκε ένας γλυκός ψίθυρος και το άρωμα από φρέσκο καρύδι έγινε πιο έντονο. Η καλύβα μεταμορφώθηκε σε μικρή κιβωτό. Μακριά από τη φρίκη του κόσμου.
Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, έκλαψαν μαζί…
-Μπορεί να είναι η τελευταία νύχτα ψιθύρισε εκείνη.
Τα σώματά τους ανακάλυψαν το ένα το άλλο. Κι η γεύση ήταν πάλι σαν αυτή του καρυδιού. Με λίγη πίκρα στο βάθος.
Από το μικρό παραθυράκι μπήκε λίγο φως. Παιχνίδισε στα μάτια της. Πλησίαζε το ξημέρωμα. Επρεπε να φύγουν.
Για χρόνια αναρωτιόταν πώς κατάφεραν φτάσουν στα κτίρια της προκυμαίας όπου συγκέντρωνε τον κόσμο αυτός ο Αμερικανός με τα γυαλάκια. Φαινόταν πως τα είχε καταφέρει.
Ο Κάρλο του εμπιστεύθηκε την Ειρήνη και πήγε να βρει τη βάρκα του.
Εκείνη δεν ήθελε να μείνει μόνη. Ενιωθε πως όταν ήταν μαζί κρύβονταν από τα μάτια του κόσμου. Ηταν στο δικό τους σύννεφο με μυρωδιά από φρέσκο καρύδι που τους έκανε αόρατους…
Εκείνος πάλι είχε τυφλή εμπιστοσύνη στον Αμερικάνο. Χωρίς να ξέρει γιατί.
Αργά το απόγευμα οι δυο χιλιάδες πρόσφυγες είχαν επιβιβαστεί στο «Κωνσταντινούπολις». Σπαρακτικές στιγμές. Οι Τούρκοι άφηναν μόνο τις γυναίκες και τα παιδιά να περάσουν. Εψαχναν για άντρες μεταμφιεσμένους σε γυναίκες.
Η Ειρήνη έβλεπε με φρίκη οικογένειες να χωρίζουν. Ποιος ξέρει πού να ήταν οι δικοί της. Για μια στιγμή σκέφτηκε να μην ανέβει στο καράβι. Σα να ζούσε ένα όνειρο τόση ώρα και να είχε έρθει η ώρα να ξυπνήσει…
Κάποιος την έσπρωξε τότε. Γύρισε και δεν είδε κανέναν. Στο μυαλό της ήρθε η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα. Λες;
Αλήθεια ή φαντασία, τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν θα βάφτιζαν την κόρη τους στον ναό του Αγίου Παύλου των Ελλήνων στο Ρήγιο της Καλαβρίας, θα της έδιναν το όνομα Μυρτώ, αλλά ο Κάρλο θα τη φώναζε πάντα «καρυδάκι» του.
Καθώς η άγκυρα σηκωνόταν ήξερε πως δεν θα ξανάβλεπε την πόλη της. Κι ο Κάρλο ήξερε πως θα άφηνε πια τα καράβια.
Ταξίδευαν για το νησί της Λέσβου. Η κόλαση ήταν πίσω τους, αλλά θα έμενε μέσα τους για πάντα.
Ειδήσεις σήμερα