Το βιβλίο «Όταν πάγωσε ο Βόσπορος» είναι ένα στιβαρό μυθιστόρημα με περιρρέουσα ιστορική ατμόσφαιρα. Αναφέρεστε σε γεγονότα όπως στη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, στη συνθήκη της Λωζάννης το 1923, στη φωτιά που κατέστρεψε τη συνοικία των Ταταύλων τον Γενάρη του 1929, στο Σύμφωνο Φιλίας που υπέγραψαν ο Κεμάλ με τον Βενιζέλο το 1930. Τι σας ώθησε να περιγράψετε την εποχή αυτή; Ποιο το ερέθισμα αυτού του βιβλίου και τι θέλετε να περάσετε μέσα απ’ αυτό;
Ο παγωμένος Βόσπορος υπήρξε το ερέθισμα γι’ αυτό το βιβλίο. Η ιδέα, να γράψω και να ενώσω λογοτεχνικά αυτές τις δύο χρονιές, το 1929 με το 1954, χρονιές που το ίδιο σπάνιο φυσικό φαινόμενο παρουσιάστηκε στις ακτές του, φάνταζε άκρως ενδιαφέρουσα για μια νέα συγγραφική απόπειρα. Τα ιστορικά γεγονότα, που αναφέρονται στο μυθιστόρημά μου, καλύπτουν κυρίως την περίοδο όπου ξεδιπλώνεται η μυθοπλασία, ωστόσο ανασύρονται από τη λήθη και μνημονεύονται και άλλα προγενέστερα, σημαντικά, όπως η Γενοκτονία των Αρμενίων και η Μικρασιατική Καταστροφή, γιατί έχουν να κάνουν με επώδυνες μνήμες που σημάδεψαν στο πέρασμά τους άμεσα ή έμμεσα τις ζωές κάποιων από τους ήρωές μου, αλλά και άλλα, λιγότερο σημαντικά, που έπαιξαν όμως ρόλο στις επιλογές τους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και κάτω απ’ αυτή την οπτική γωνία επιχείρησα, αναπλάθοντας μια ολόκληρη εποχή βασισμένη πάνω στο ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο του τότε, να αιχμαλωτίσω το πνεύμα της Πόλης και να ξαναφωτίσω τις σκιερές και αφανείς όψεις εκείνων των καιρών. Και καθώς ο χρόνος κυλά και στο διάβα του αλλάζει και διαμορφώνει τα πάντα, θεώρησα χρέος μου έστω και μέσα από ένα λογοτεχνικό έργο, προϊόν μυθοπλασίας, να γεφυρώσω το παρελθόν με το παρόν, αναδύοντας παράλληλα και την ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη, όσων πρόλαβαν να τη ζήσουν, μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα της τότε Κωνσταντινούπολης.
Οι ζωές των ηρώων σας συναντιούνται μοιραία κάτω από συνθήκες που δεν επιδιώκουν οι ίδιοι. Ποια στοιχεία αλήθεια σας έλκουν σ’ έναν χαρακτήρα ώστε να τον πλάσετε λογοτεχνικά και ποια θέματα σας ενδιαφέρουν περισσότερο;
Όπως συχνά συμβαίνει στη ζωή έτσι και στη μυθιστορία επιλέγω οι ζωές των ηρώων να συναντούνται μοιραία και απρόβλεπτα κάτω από συνθήκες που σπάνια επιδιώκουν οι ίδιοι. Ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο στον οποίο θέλω να τοποθετήσω την ιστορία μου, σκιαγραφώ και τους χαρακτήρες, προσπαθώντας να είναι πλήρως εναρμονισμένοι μεταξύ τους αλλά και με το σκηνικό του έργου. Στο «Όταν πάγωσε ο Βόσπορος», τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα μέσα μου. Ο πολυεθνικός και πολυφυλετικός τόπος της Πόλης γίνεται πάντα περισσότερο αντιληπτός σε σχέση με την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα σ’ αυτόν. Μέσα στο πολύχρωμο μωσαϊκό που σχηματίζει η ανθρωπογεωγραφία της, μπορεί κανείς να συναντήσει πλούσιους και φτωχούς, μορφωμένους αλλά και αγράμματους ανθρώπους του μόχθου, Ρωμιούς, Αρμένιους, Εβραίους, Τούρκους, Λεβαντίνους αλλά και ταξιδιώτες που περιδιαβαίνουν στα σοκάκια της, θαυμάζοντας την απαράμιλλη ομορφιά της. Το ισχυρό δέσιμο της Κωνσταντινούπολης με τους διαφορετικούς κατοίκους της καθώς και τον ρόλο που έπαιξε στο χτίσιμο της προσωπικότητάς τους προσπάθησα να καταγράψω μέσα από την εξέλιξη της ιστορίας τους. Αν όμως θα έπρεπε να απαντήσω γενικά για το ποιοι χαρακτήρες με έλκουν λογοτεχνικά περισσότερο, θα έλεγα οι αντιφατικοί και απρόβλεπτοι. Η μέσω της αφήγησης, εκδίπλωση των άγνωστων πτυχών του χαρακτήρα τους αποτελεί για μένα ένα γοητευτικό κομμάτι της συγγραφής. Το να μπορείς, στέκοντας απόμερα, να αποτυπώσεις όσα αισθάνονται και πράττουν οι άλλοι, να αντιλαμβάνεσαι πώς είναι ο κόσμος από την απέναντι πλευρά. Όσο διαρκεί η γραφή οι ήρωες γίνονται μέρος της ζωής μου και θεωρώ μεγάλο κέρδος όλη αυτή την εξερεύνηση των ψυχών και των συναισθημάτων τους.
Φωτίζετε στιγμές των ηρώων σας σαν να υπάρχουν όλοι επί σκηνής και κάθε τόσο δίνετε σε κάποιον τον λόγο. Μας ξεδιπλώνετε ένα ένα κομμάτια του παζλ της ιστορίας σας με φόντο την Πόλη. Ποια μυστικά προσπαθείτε να μας φανερώσετε;
Λατρεύω από παιδί την τέχνη της φωτογραφίας! Το να σκηνοθετώ το πλάνο που θέλω να απαθανατίσω, να φυλακίζω τη στιγμή και να την παγώνω στο πέρασμα του χρόνου αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί για μένα κάτι μαγικό. Όσο όμως καλό κι αν αποδειχθεί το αποτέλεσμα, η φωτογραφία δεν μπορεί να μιλήσει ούτε να αφηγηθεί. Έτσι όταν μπαίνει στη ζωή μου η μυθιστοριογραφία, γίνομαι εγώ ο σκηνοθέτης. Αφού επιλέξω τον χρόνο και τον χώρο, στη συγκεκριμένη περίπτωση την αλλοτινή Κωνσταντινούπολη –αυτή η Πόλη πυροδοτεί τη φαντασία μου όσο καμία–, βγάζω τη σωστή ώρα πάνω στη σκηνή έναν έναν τους ήρωές μου. Οι ιστορίες τους συνυφαίνονται μέσω της αφήγησης και των διαλόγων για να σκιαγραφήσουν και να φανερώσουν στα μάτια των αναγνωστών έναν κόσμο πληθωρικό και συναρπαστικό.
Η Κωνσταντινούπολη, η πόλη που πατά με το ένα πόδι στην Ανατολή και το άλλο στη Δύση, τι ρόλο παίζει στη ζωή σας;
Είναι η πόλη που πρωτοαντίκρισα το φως της ζωής. Είναι ο τόπος απ’ τον οποίο εκδιώχθηκε βίαια η οικογένειά μου με τις απελάσεις του 1964. Κι αυτός ο αποχωρισμός υπήρξε για τους γονείς και τους παππούδες μου άδικος, αιφνίδιος, αναγκαστικός. Ήμουν πολύ μικρό παιδί για να βιώσω τα ίδια συναισθήματα μ’ εκείνους, είχα όμορφα παιδικά χρόνια στην Αθήνα και αν και στην αρχή ήμουν κάπως αποκομμένη απ’ τα άλλα παιδιά, γρήγορα ξεπεράστηκαν τα όποια προβλήματα και ήρθε η ενσωμάτωση. Η αλήθεια είναι πως άργησα να αντιληφθώ τι ρόλο παίζει στη ζωή μου η γενέτειρά μου. Αυτό έγινε όταν άρχισα να γράφω τα «Κύματα του Βοσπόρου», το πρώτο μου μυθιστόρημα. Τα συχνά ταξίδια μου εκεί για την έρευνα στα αρχεία της ελληνόφωνης εφημερίδας «Απογευματινή» της Πόλης και οι ατέλειωτες περιπλανήσεις στα σοκάκια και τις γειτονιές ξύπνησαν μέσα μου πρωτόγνωρα συναισθήματα, και από τότε κάθε φορά που την επισκέπτομαι έχω την αίσθηση επιστροφής στο σπίτι και στις ρίζες μου. Σήμερα μπορώ να πω πως αποτελεί για μένα και μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης μια και τη μετουσιώνω σε λογοτεχνικό τόπο.
Χατζής - Σαββιδάκης: Τραγουδούν τους μεγάλους συνθέτες από 23 Νοεμβρίου
Οι περιγραφές σας πάντα δυνατές, γεμάτες συναίσθημα, η μελαγχολία αναδύεται μέσα από κάθε εικόνα. Σας επηρέασαν όλα αυτά τα συναισθήματα στο χτίσιμο των χαρακτήρων των ηρώων σας;
Όπως έγραψε και ο Ορχάν Παμούκ, η λέξη «μελαγχολία», «χιουζούν» στα τουρκικά είναι ένα με την Κωνσταντινούπολη. Αυτό το συναίσθημα, που ίσως έχει να κάνει με την τυφλή πίστη στο πεπρωμένο και την απογοήτευση για το χαμένο μεγαλείο του παρελθόντος, το ένιωσα βαθιά και θεωρώντας πως δεν είναι ατομικό και πως σίγουρα επηρέασε όλη την κοινωνία, θέλησα να το περάσω και μέσα από τις ασπρόμαυρες εικόνες και τους ήρωές μου. Εύχομαι να έχω καταφέρει να μεταφέρω στο χαρτί κάτι από τη μαγεία που αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο μάτι.
Πέρα από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα θαύμασα ότι αναφέρεστε και σε άλλα λιγότερο γνωστά, όπως το 12ο Συνέδριο Φεμινιστριών στην Κωνσταντινούπολη το 1935, γεγονότα που δίνουν το στίγμα μιας εποχής και μιας πόλης που ζητά να ανασάνει. Άραγε πιστεύετε θα τα καταφέρει;
Η Πόλη του 1935 προσπαθεί να μεταβάλει το πρόσωπό της και να εκσυγχρονιστεί διατηρώντας παράλληλα και τις παραδόσεις της. Δύσκολο εγχείρημα για έναν τόπο που με το ένα πόδι πατά στην Ανατολή και το άλλο στη Δύση.
Και τέλος: Ο κόσμος μας αλλάζει ραγδαία. Μέσα σ’ αυτόν η συγγραφέας Μαίρη Μαγουλά, πώς υπάρχει, πώς συμπεριφέρεται;
Παρακολουθώ καθημερινά τις εξελίξεις σε όλους τους τομείς φιλτράροντας όσο μπορώ τις πληροφορίες που φθάνουν από τα ΜΜΕ. Δυστυχώς ο κόσμος δεν φαίνεται να έχει διδαχθεί από την ιστορία. Θυμώνω με τις επιλογές των θεμάτων που προβάλλονται και θλίβομαι για όλες εκείνες τις σπουδαίες ανακαλύψεις σε επιστήμη, ιατρική, τεχνολογία που περνούν απαρατήρητες. Έχοντας τη βαθιά πεποίθηση πως η νέα γενιά παρά τις δυσκολίες θα τα καταφέρει –αρκεί να βρει τον τρόπο–, διατηρώ ζωντανή την ελπίδα για μια δικαιότερη κοινωνία.