Αφού υπογραμμίζει ότι ποτέ δεν πείστηκε τόσο πολύ από τα ηθικά, καλλιτεχνικά και πολιτιστικά επιχειρήματα για την επιστροφή των Γλυπτών – «τα νομικά μας επιχειρήματα είναι καλά», σημειώνει – ο Φροστ εκφράζει την πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη υπόθεση είναι «μια ειδική κατάσταση στην οποία θα πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε μια ειδική λύση».
Παραδέχεται ότι έμαθε ελληνικά στην Ελλάδα και ότι έχει ζήσει στην Κύπρο, κάτι που τον «έχει επηρεάσει αναμφίβολα». Ωστόσο, αναφέρει, οι συγκεκριμένες εμπειρίες τού επέτρεψαν να δει το θέμα από την ελληνική οπτική και να καταλάβει ότι «για εμάς, τα μάρμαρα είναι απλώς ένα, αν και πολύ σημαντικό, έκθεμα στα εθνικά μας μουσεία [ενώ] για την Ελλάδα, είναι μέρος της εθνικής τους ταυτότητας και εθνική πολιτιστική υπόθεση».
Σε αυτό το σημείο δηλώνει πως καταλαβαίνει «γιατί ο Όσμπορν [σ.σ. ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου] προσπαθεί να βρει μια νέα διέξοδο».
«Αλλά, δεδομένου του πόσο πολιτικό είναι το θέμα, δεν νομίζω ότι είναι σωστό να αφήσουμε το θέμα εξ ολοκλήρου σε αυτόν και το μουσείο, ή πολύ περισσότερο ότι οι συζητήσεις τους θα πρέπει να είναι “μυστικές”», προσθέτει ο Φροστ. Και συνεχίζει:
«Το μουσείο μπορεί να συμφωνήσει μια συμφωνία δανεισμού. Οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία αποδεκτή από τους Έλληνες θα πρέπει να είναι πολύ εκτεταμένη – και το κατά πόσον οι όροι της θα είναι αποδεκτοί από εμάς είναι ένα ζήτημα εθνικού συμφέροντος και για αυτήν τη χώρα. Επομένως, η κυβέρνηση πρέπει να εμπλακεί.
Η άποψή μου είναι ότι ήρθε η ώρα για μια μεγάλη χειρονομία. Μόνο η κυβέρνηση μπορεί να την κάνει. Είναι να προσφέρει την επιστροφή των μαρμάρων ως εφάπαξ δώρο αυτής της χώρας στην Ελλάδα, ως μέρος μιας νέας ευρύτερης αγγλοελληνικής εταιρικής σχέσης».
Την επίθεση στο Μαγδεμβούργο καταδικάζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
Επεξηγώντας τη θέση του, ο Φροστ λέει πως αυτή η νέα εταιρική σχέση θα μπορούσε να έχει τρεις συνιστώσες: μια μουσειακή σύμπραξη με υψηλής ποιότητας αντίγραφα των γλυπτών στο Λονδίνο η οποία θα προέβλεπε και τον δανεισμό εκ μέρους της Ελλάδας μερικών από τα διασημότερα έργα τέχνης της «προσωρινά, σε αντάλλαγμα, ίσως και σε μουσεία εκτός Λονδίνου», μια ευρύτερη πολιτιστική εταιρική σχέση – «ένα διμερές ίδρυμα, χρηματοδοτούμενο σε μεγάλο βαθμό από τους πολλούς πλούσιους ιδιώτες που ενδιαφέρονται για το ζήτημα αυτό, έτσι ώστε να ανεβεί η ακαδημαϊκή και επιστημονική συνεργασία σε ένα νέο επίπεδο» – καθώς και μια κοινή εκστρατεία για την «επιστροφή στην Ελλάδα όσων τμημάτων των μαρμάρων βρίσκονται σε άλλα μουσεία παγκοσμίως».
«Μια τέτοια σύμπραξη», ξεκαθαρίζει ο Φροστ, «θα πρέπει να παραμερίσει οριστικά τα δικαιώματα και τα λάθη της αρχικής απόκτησης και της μετέπειτα μεταχείρισης των μαρμάρων από τις δύο χώρες» και κυρίως θα πρέπει να καταστήσει «σαφές ότι δεν αποτελεί προηγούμενο για αιτήματα «επιστροφής» για οτιδήποτε άλλο».
«Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τι θα κέρδιζε η Ελλάδα από αυτό. Τι θα κερδίζαμε εμείς;
Θα επιλύαμε αυτή τη διαμάχη, ενώ θα παίρναμε κάτι σημαντικό σε αντάλλαγμα. Θα δείχναμε ότι το εννοούμε όταν λέμε ότι τα μάρμαρα είναι μέρος της κοινής μας δυτικής κληρονομιάς, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει εταιρική σχέση με την Ελλάδα, όχι διαίρεση. Αλλά θα δείχναμε επίσης κάτι για το είδος της χώρας που είμαστε και φιλοδοξούμε να γίνουμε – μια χώρα που μπορεί να κοιτάξει πέρα από το «ό,τι έχουμε, κρατάμε¬ και μπορεί να σκεφτεί τη φήμη μας, την επιστήμη μας και τον πολιτισμό μας. Ας σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και ας κάνουμε μια συμφωνία», καταλήγει ο Ντέιβιντ Φροστ.
Ειδήσεις σήμερα
Τα σπάρινγκ του θανάτου – Στα άδυτα του πραγματικού «Fight Club» [βίντεο]
Θα ανοίξουν κανονικά τα σχολεία την Δευτέρα; – Τι λέει το υπουργείο Παιδείας