Παράλληλα, στο πλαίσιο της υποβολής του φακέλου και της προετοιμασίας της υποψηφιότητας στον διεθνή οργανισμό, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, ακολουθώντας τη φιλοσοφία ενός ολιστικού πλαισίου ανάδειξης του μινωικού πολιτισμού, όπως αποτυπώνεται στα έξι προς εγγραφή μνημεία, γνωμοδότησε ομόφωνα θετικά για το Προκαταρκτικό Σχέδιο Διαχείρισης των Μινωικών Ανακτόρων, το οποίο καθορίζει και διασφαλίζει, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, τους τρόπους προστασίας και προβολής των παραπάνω μινωικών ανακτόρων.
«Η σειριακή εγγραφή επιτρέπει να προβληθούν τα μεγάλα ανακτορικά κέντρα, αλλά συγχρόνως να υπάρξει πλήρης εκπροσώπηση όλων των πτυχών του μινωικού πολιτισμού», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, και εξήγησε πως «το Προκαταρκτικό Σχέδιο Διαχείρισης των Μινωικών Ανακτορικών Κέντρων αποτελεί τον “πυρήνα” της διαχείρισής τους με στόχο να αναδειχθεί η εξέχουσα οικουμενική αξία τους ως πολιτιστικό αγαθό, αλλά και να διασφαλιστεί η αυθεντικότητα και ακεραιότητά τους».
Το Προκαταρτικό Σχέδιο Διαχείρισης των Μινωικών Ανακτορικών Κέντρων καταγράφει την παθολογία των μνημείων και προτείνει μέτρα για την προστασία και αποκατάστασή τους, την αναβάθμιση και ανάπτυξη υποδομών και υπηρεσιών για τους επισκέπτες με σκοπό τη συνολική βελτίωση της εμπειρίας τους στους αρχαιολογικούς χώρους. Μέσα από την υποψηφιότητα της σειριακής εγγραφής τους στον Κατάλογο των Μνημείων της UNESCO, η κ. Μενδώνη σημείωσε πως «εμπεδώνεται η διαχείριση των μινωικών ανακτόρων σε μια ολιστική βάση και η ένταξή τους σε μια πολιτιστική διαδρομή που αναδεικνύει και αφομοιώνει αναπτυξιακά τη δυναμική αυτής της μοναδικής και ιδιαίτερα πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς».
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Το φάκελο για την UNESCO έχει καταρτίσει η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με τις Εφορείες Αρχαιοτήτων Κρήτης και την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης. Για τη συγκέντρωση του υλικού τεκμηρίωσης, βασικός ήταν, επίσης, ο ρόλος επιστημονικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται επί σειρά ετών στην περιοχή της Κρήτης, όπως οι ξένες Αρχαιολογικές Σχολές και η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, καθώς και οι ανασκαφείς των χώρων.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΝΩΣΟΥ
Οπως είναι γνωστό, το αρχαιότερο πολύχωρο μινωικό συγκρότημα, το οποίο ο αρχαιολόγο σερ Αρθουρ Εβανς ονόμασε «Ανάκτορο του Μίνωα», χτίστηκε περίπου το 2000 π.Χ. στην Κνωσό, που ήταν τότε μία πόλη με χιλιάδες κατοίκους. Ακολούθησαν κι άλλα ανάκτορα στη Φαιστό, τα Μάλια, τη Ζώμινθο, την Κυδωνία και τη Ζάκρο. Η ιστορία της Κνωσού που βλέπουμε σήμερα ξεκινάει γύρω στο 1700 π.Χ., μετά την καταστροφή του πρώτου ανακτόρου λόγω σεισμού.
Τα έξι Μινωικά Ανακτορικά Κέντρα της σειριακής υποψηφιότητας ιδρύθηκαν σε κομβικά σημεία, καλύπτουν γεωγραφικά ολόκληρο το νησί και χρονολογικά όλο το εύρος του μινωικού πολιτισμού: από την Πρώιμη και Μέση εποχή του Χαλκού της ίδρυσης των πρώτων ανακτόρων (1900-1700 π.Χ.) και την Υστερη εποχή του Χαλκού της ακμής των νέων ανακτόρων (1700-1450 π.Χ.) έως και την Τελική και Μετανακτορική περίοδο (1450-1100 π.Χ.). Σημειώνουμε ότι το 2014, ο Ενδεικτικός Κατάλογος της χώρας μας για τα υποψήφια μνημεία προς ένταξη στον Κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO διευρύνθηκε και μετατράπηκε σε σειριακή με τίτλο: «Μινωικά Ανακτορικά Κέντρα (Κνωσός, Φαιστός, Μάλια, Ζάκρος, Κυδωνία)» προκειμένου να εξασφαλιστεί η πληρέστερη εκπροσώπηση του μινωικού πολιτισμού. Στη συνέχεια κρίθηκε σκόπιμο στη σειριακή αυτή υποψηφιότητα να ενταχθεί και η Ζώμινθος, έτσι ώστε να αποτυπώνεται πληρέστερα η διασπορά του μινωικού πολιτισμού σε ολόκληρη την Κρήτη.