Το βιβλίο σας είναι ένα συγκλονιστικό αφήγημα γύρω απ’ τον αστικό θρύλο του στοιχειωμένου σπιτιού των Λεχωνίων Μαγνησίας. Τι σας ώθησε να επιλέξετε να περιγράψετε, με ιδιαίτερη μάλιστα επιτυχία, την ιστορία αυτή;
Ο θρύλος αναφέρεται στην τραγική ιστορία της αρχοντικής οικογένειας Κοντού, πέντε μέλη της οποίας, τρία παιδιά, ο θείος και ο πατέρας πέθαναν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ο κοινός νους δεν μπόρεσε να συλλάβει το μέγεθος του κακού και το απέδωσε σε πραγματικές και εξωπραγματικές αιτίες. Συμπτώσεις θανάτων και ατυχημάτων ενίσχυσαν τον μύθο για την κακοδαιμονία του αρχοντικού.
Είναι μία ιστορία άξια λόγου που, αντί να φθίνει στο πέρασμα των 125 περίπου χρόνων, μεγεθύνεται στη φαντασία του κόσμου και προκαλεί δέος και νέα ερωτηματικά. Μου έκανε εντύπωση η αντοχή του θρύλου στο χρόνο, που περιβάλλεται με μυστήριο και τροφοδοτείται συνεχώς με νέα στοιχεία.
Επίσης, συγκρίνοντας τις δύο εποχές, τότε και σήμερα, με γοήτευσαν οι ομοιότητες της ανθρώπινης συμπεριφοράς στον έρωτα, την αγάπη, τις επιδημίες, την απώλεια, το ζήλο για ζωή και την εκκίνησή της από το μηδέν, τη διαφορά των κοινωνικών τάξεων κ.ά. Ως βαθύτερο κίνητρο υπήρξε και υπάρχει η ευχή να βρεθεί ένας τρόπος να διασωθεί το πανέμορφο «ροζ σπίτι με το σαμιαμίδι» που δεσπόζει στην περιοχή και δυστυχώς ρημάζει αργά και σταθερά.
O τίτλος -μπορώ να πω- ποιητικός τι ακριβώς συμβολίζει; Τι θέλατε να σηματοδοτήσετε με αυτή σας την επιλογή;
«Κλεφτά επιστρέφουν οι πρόγονοι. Το ερειπωμένο αρχοντικό τούς περιμένει». Είναι δύο προτάσεις που υπάρχουν στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Ο τίτλος εκφράζει επιθυμία και ευχή να επιστρέφουν τα αγαπημένα πρόσωπα που έχουν περάσει στο επέκεινα και να μας δείχνουν σημάδια -συμπτώσεις και συγχρονισμούς-, να μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη ζωή και να λύνουμε τους γρίφους της.
Πώς επιλέγετε τους χαρακτήρες των βιβλίων σας;
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Πρώτα φαντάζομαι σε αδρές γραμμές την ιστορία που θα γράψω και τα πρόσωπα που θα τη στελεχώσουν. Σημειώνω ποια θα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των κύριων ηρώων και κάποιων δευτερευόντων ως προς το φύλο, την εξωτερική τους εμφάνιση και το χαρακτήρα, το γένος, την καταγωγή, την παιδεία, τις επιρροές που έχουν δεχτεί, τις επιλογές που έχουν κάνει μέχρι να εμπλακούν στη δική μου ιστορία. Αυτό που μου αρέσει και ταυτόχρονα μαγεύει είναι να υπονοούνται στο κείμενο οι ρωγμές εκείνες που επιτρέπουν στον αναγνώστη να υποψιαστεί τις βαθύτερες αιτίες που ένας ήρωας πάει κόντρα στον χαρακτήρα του, γιατί, για παράδειγμα, ένας πολύ καλός άνθρωπος φέρεται σε μια συγκεκριμένη στιγμή σκληρά ή κάποιος άλλος είναι δεσποτικός χωρίς ίχνος συμπόνιας. Οι ατέλειες των ηρώων δίνουν ομορφιά στην αφήγηση μιας ιστορίας και σηματοδοτούν ανατροπές. Είμαι φύσει αισιόδοξη και αυτό, πιστεύω, περνάει στα βιβλία μου.
Ο θάνατος, πανταχού παρών, παρουσιάζεται τόσο ως θλιβερό ταξίδι στην ανυπαρξία όσο και ως συναρπαστικό ταξίδι στο άγνωστο. Εσείς, προσωπικά, κλίνετε κάπου μεταξύ των δύο;
Η ζωή και ο θάνατος είναι τα μέγιστα μυστήρια που γεννούν φιλοσοφικά ερωτήματα και προκαλούν σε κάθε άνθρωπο διαφορετικά συναισθήματα, όπως άγχος, φόβο, γαλήνη, δέος. Είναι ένα θέμα που συχνά διαπερνά τις σελίδες των βιβλίων μου κυρίως μέσα από τον τρόπο που βλέπουν οι ζωντανοί τις απώλειες των αγαπημένων προσώπων και πώς οι ίδιοι διαχειρίζονται το δώρο της ζωής.
Δεν γνωρίζουμε τι θα βρούμε στην απέναντι όχθη, εικάζουμε μόνο. Ο τρόπος που ζούμε και η καλή μαρτυρία που θα αφήσουμε πίσω μας, αν αφήσουμε, θα είναι η νίκη μας κατά του φυσικού τέλους. Εάν θέσουμε εαυτόν μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος και εάν προσπαθήσουμε να δώσουμε έναν αριθμό στο σύνολο των ανθρώπων που έχουν περάσει από τον πλανήτη παίρνουμε μια ιδέα της φυσικής φοράς των πραγμάτων. Πιστεύω, με την τελευταία ανάσα μεταβαίνουμε ειρηνικά και γαλήνια σε έναν άλλο τρόπο ύπαρξης ή και ανυπαρξίας.
Τόσο για τον αφηγητή όσο και για την Αντα, οι λέξεις και οι ιστορίες μοιάζουν να είναι ζωτικής σημασίας, το κριτήριο που ξεχωρίζει τους ζωντανούς από τους νεκρούς. Μπορεί να επιβιώσει κανείς αν στερηθεί τη δυνατότητα να διηγείται ιστορίες;
Η Αντα, στην ιστορία μου, είναι υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, με θέμα της διατριβής της τους αστικούς μύθους. Η γλώσσα και οι λέξεις είναι το βασικό εργαλείο της δουλειάς της. Μέσα από τις αφηγήσεις ανθρώπων ανασυνθέτει την ιστορία της οικογένειας Κοντού και οδηγείται σε συμπεράσματα.
Οι αφηγήσεις ιστοριών, γεγονότων, πράξεων είναι οι δυνατές κλωστές της μνήμης που συνδέουν το παρόν με το παρελθόν, που αναδεικνύουν τη συλλογικότητα μέσα από τη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, που ενδυναμώνουν την ενσυναίσθηση και καλλιεργούν την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης. Ακόμα και όταν δεν έχουμε ακροατές, σκεφτόμαστε ιστορίες και τις αφηγούμαστε κατά κάποιον τρόπο στον εαυτό μας. Διαβάζουμε και ανασαίνουμε ιστορίες.
Τι συναισθήματα και σκέψεις επιθυμείτε να προκαλέσετε στον αναγνώστη;
Η ανάγνωση ενός κειμένου είναι καθαρά υποκειμενική ενέργεια, οπότε θα χαιρόμουν, αν ήταν δυνατόν, να μάθω από τους ίδιους τους αναγνώστες τα συναισθήματα και τις σκέψεις που τους προκάλεσε το μυθιστόρημά μου. Οταν τελείωσα τη συγγραφή του, συνέχισα να σκέφτομαι κυρίως τα της ζωής. Πόσο σύντομη είναι και με ποιο τρόπο θα θέλαμε πραγματικά να τη ζήσουμε. Οι κοινωνικές νόρμες και τα ενσωματωμένα «πρέπει». Οι πολλές αποχρώσεις της αλήθειας, του ψέματος, των συμβιβασμών. Οι εύθραυστες σχέσεις των ανθρώπων. Οι κρυμμένες αλήθειες. Τα μυστικά που μας αφορούν και δεν θα τα μάθουμε ποτέ. Η διασπορά των ψευδών ειδήσεων που οδηγούν σε συλλογική παράνοια. Και υπάρχουν στ’ αλήθεια στοιχειωμένα αρχοντικά;