Τι θα δούμε στους «Ορνιθες»; Ποια είναι η δική σας οπτική πάνω σε αυτό το έργο;
Σε αυτήν την παράσταση δεν βάλθηκε κανένας να αλλάξει την ιστορία και να βρούμε κάποιον τρόπο να μην είναι η ιστορία αλλά να συμβολίζει την ιστορία. Οχι. Αυτή είναι η ιστορία, μπολιασμένη με αρκετή ποίηση και πολλή συγκίνηση, που είναι ένα πολύ ωραίο δέλεαρ. Δεν είναι ακριβώς κωμωδία, είναι ένας ωραίος συνδυασμός ποίησης, ο οποίος πάει λίγο κυματιστά, δηλαδή ξεκινάει αστείο, γίνεται τρομακτικό, μετά γίνεται συγκινητικό, ξαναγίνεται αστείο, τρομακτικό και συγκινητικό και στο τέλος έρχονται η κάθαρση και η ειρήνη. Δώσαμε πολλή σημασία στο να ακουστεί η ιστορία, γιατί κάποιοι παλεύουν, ειδικά το καλοκαίρι, να μην κάνουν τα έργα ευανάγνωστα. Εδώ η συγκεκριμένη παράσταση το αρνήθηκε αυτό και είδαμε τι πραγματικά θέλει να πει ο ποιητής και για αυτόν τον λόγο αποφύγαμε επικαιρισμούς και αστεία της εποχής που διανύουμε. Δεν έχει τίποτα από αυτά και αυτό είναι μια ωραία πρόκληση, γιατί σε κάνει να θέλεις να βρεις το ενδιαφέρον χωρίς όλα τα άλλα που είναι πάντα ένα ωραίο κόλπο.
Πόσο επίκαιρη είναι αυτή η κωμωδία;
Πάντα είναι επίκαιρο αυτό το έργο. Μιλάει για δύο ανθρώπους που βαρέθηκαν τον κόσμο. Νομίζω ότι θα μαζευτούν πολλοί. Και είναι ένα σημείο που το έχουν κάνει πολύ ωραίο με τον χορογράφο, όπου τα πουλιά μαθαίνουν σε αυτούς τους δύο πώς να πετούν και είναι σαν να περπατούν από την αρχή. Είναι σαν δύο παιδιά που μαθαίνουν τώρα να περπατάνε, ενώ στην πραγματικότητα περπατάνε ήδη. Είναι πολύ συγκινητικό.
Υπάρχει χώρος για την ουτοπία σήμερα, που όλοι τρέχουμε πανικόβλητοι για την επιβίωση; Τη στιγμή που η κοινωνία συντηρητικοποιείται διαρκώς;
Το έργο μιλάει και για την ουτοπία εν τέλει. Ισως, όμως, να είναι η πιο δυνατή λέξη που έχει μείνει. Οπως το βλέπω εγώ, η παράσταση δεν μιλάει για την ουτοπία τόσο πολύ αλλά για έναν νέο τόπο. Αυτοί οι δύο ενηλικιώνονται βρίσκοντας την παιδικότητα. Και αυτό γιατί ο κόσμος είναι πολύ σοβαρός και σοβαροφανής. Το θέατρο ή έπεται καταστάσεων ή προηγείται. Από τη μικρή μου εμπειρία έχω καταλάβει ότι μια παράσταση ή αφουγκράζεται αυτό που θα συμβεί ή προβληματίζεται με αυτό που έχει ήδη συμβεί και το παρουσιάζει ως καθρέφτη. Νομίζω ότι θα συγκινηθεί πολύς κόσμος, γιατί θα ταυτιστεί με το «ρε συ, κι εγώ θέλω να φύγω». Από πού και για ποιον λόγο είναι θέμα υποκειμενικό του καθενός. Ομως, δεν θα το κάνει κανείς τελικά, γιατί όλο αυτό είναι στο φαντασιακό όλων μας. Ολοι λέμε «να είχα ένα σπίτι στο βουνό και έφυγα», αλλά ποτέ δεν είναι έτσι. Εξι μήνες στο βουνό μόνος σου θα άντεχες; Ή άλλος λέει «να είχα ένα σπίτι στη θάλασσα», αλλά κάθε τρεις μήνες αυτό το σπίτι θα ήθελε βάψιμο από την υγρασία. Είναι και οι υποχρεώσεις, είναι και η συνήθεια, αλλά είναι και η επιλογή «δεν σηκώνομαι να φύγω, αλλά γκρινιάζω γιατί είναι δικαίωμά μου». Γιατί για να συνδεθούν οι άνθρωποι πρέπει να βρουν κοινά προβλήματα, όπως η ζέστη που μας ταλαιπωρεί τώρα ή η ακρίβεια ή η κατάντια της Αθήνας. Είναι σαν αυτούς που λένε ότι «δεν μπορώ άλλο το Instagram», αλλά δεν το κόβει κανένας. Οπότε, στ’ αλήθεια από τι φεύγεις;
Σε αγχώνει η Επίδαυρος;
Την αγαπάω πάρα πολύ και τη σέβομαι και το κατάλαβε η Επίδαυρος αυτό, γιατί είναι η 12η φορά που θα βρεθώ εκεί και το έχω πάει με μικρά βήματα κάθε φορά και σταδιακά. Εχω μια πολύ καλή σχέση μαζί της. Το πήγα σιγά σιγά και με σεβασμό, αλλά χωρίς τον φόβο της θεοποίησης, του τι έχει γίνει εδώ στο παρελθόν. Ο σεβασμός δεν απευθύνεται στο μνημείο αλλά στους ανθρώπους που θα ταξιδέψουν μέχρι εκεί και θα ξοδέψουν αρκετά χρήματα για να περάσουν ένα απόγευμα μαζί μας.
Πέθανε ο στιχουργός Νίκος Βρέττος
Αναπολείς άλλη περίοδο της ζωής σου;
Οχι, δεν συμβαίνει αυτό. Καμία επιστροφή. Κάθε πέρυσι και χειρότερα… Είμαι πολύ καλά και θα είμαι πολύ καλύτερα όσο προχωράμε. Δεν υπάρχει τίποτα στο παρελθόν μου που να είναι πιο γοητευτικό από το τώρα.
Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε 30 χρόνια από σήμερα;
Με λεφτά, κούκλος, γυμνασμένος πολύ, με καθαρότητα και χορτασμένος.
«Με τον κινηματογράφο δεν έχουμε… συναντηθεί»
Γιατί δεν σε βλέπουμε συχνά στη μεγάλη οθόνη;
Δεν έχω πολλά με τον κινηματογράφο, δεν έχουμε… συναντηθεί. Νομίζω ότι λείπω, αλλά οι κινηματογραφιστές δεν το βλέπουν έτσι κι εγώ από την πλευρά μου δεν έχω κάνει σοβαρές κινήσεις. Η αλήθεια είναι, και το λέω χωρίς φόβο και πάθος, ότι το σινεμά δεν έχει κανένα σοβαρό οικονομικό όφελος. Κι εγώ, που δεν έχω στον ήλιο μοίρα, δεν έχω τίποτα στο όνομά μου, δεν μπορώ να συμμετέχω σε μια ταινία που θα τη δουν 100 άνθρωποι. Θα ήθελα, όμως, να δω αυτό το κομμάτι στη δουλειά μου να κινείται. Ομως, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, παίζουν οι ίδιοι και οι ίδιοι, δεν θα πω ποιοι, και οι σκηνοθέτες δεν βλέπουν πολύ συχνά θέατρο, οπότε δεν έχουμε συνδεθεί.
«“Η άνοδος του Αρτούρο Ούι” είναι… παραστασάρα»
Πώς τα έχετε βρει με τον Αρη Μπινιάρη;
Μας συνδέει πολύ το πάθος μας για τη δουλειά. Η σχέση που έχει αυτός με τη ρυθμολογία των πραγμάτων και πάντα βρίσκουμε έναν τρόπο να αποφεύγουμε τις επαναλήψεις. Εχουμε «χτίσει» μια συνεργατική αγάπη, που είναι κάτι ενδιάμεσο. Εναν κώδικα επικοινωνίας, όπου είμαστε εγώ, αυτός και η συνεργατική σχέση μας. Εχει πάει πολύ καλά και έχουμε μπροστά μας την τρίτη χρονιά της παράστασης «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι» και ο Αρης τα φροντίζει τα πράγματα. Δεν θα αράξουμε στην επιτυχία, άλλωστε τώρα είναι που πρέπει να το δουλέψουμε κι άλλο.
Ποιοι οι λόγοι που η παράσταση «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι» έχει τέτοια επιτυχία;
Είναι πολύ σπάνιο το έργο. Στην αρχή φαινόταν τροχοπέδη αυτό, αλλά στην πορεία λειτούργησε υπέρ. Ηταν η συνάντηση των συγκεκριμένων συνεργατών στη συγκεκριμένη στιγμή σε έναν χώρο πολύ πρωτότυπο. Δεν έχει ξαναπαιχτεί θέατρο σε τέτοιο χώρο, όπου η σκηνή είναι ανάμεσα στους θεατές, οι οποίοι κάθονται δεξιά και αριστερά. Είναι «off Broadway» το θέατρο, είναι καινούργιος χώρος, αλλά είναι και… παραστασάρα, μην το κρύβουμε αυτό.