Μια κατάθεση ειλικρίνειας από τον κορυφαίο τραγουδοποιό σ’ ένα βαθιά ανθρώπινο βιβλίο, που διατρέχει όλη τη ζωή του και έρχεται στο φως λίγο μετά, αφού ο ίδιος έκλεισε στις 2 Δεκεμβρίου του 2024 τα ογδόντα του χρόνια. Σε αυτό ο Διονύσης Σαββόπουλος «φωτογραφίζει» τον εαυτό του, από τη γέννησή του στη Θεσσαλονίκη το σκληρό 1944 και τα πρώτα τραγούδια που σκάρωνε μικρός, την ώρα που ήταν υποχρεωμένος να μένει στο κρεβάτι του, και από τις πρώτες μουσικές επιρροές στην εν μια νυκτί απόφαση το 1963 να φύγει από τη Θεσσαλονίκη «για να πραγματοποιήσει τον εαυτό του».
Πορεία
Από τα 19 του χρόνια, τότε που ήταν «ένας ξένοιαστος και άπλυτος επαναστάτης» στην Αθήνα, στον πρώτο του δίσκο 45 στροφών το 1965, στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας το 1967, στο Παρίσι από το 1968 με την Ασπα, στο Μιλάνο και στην επιστροφή στην Αθήνα της δικτατορίας, για να γίνει πατέρας στα 24 του χρόνια. Από το «Ροντέο» και το θρυλικό «Κύτταρο» ( Ηπείρου και Αχαρνών), από το «Χάππυ Νταίη» του Παντελή Bούλγαρη και τους «Αχαρνής» το 1976 στην αποθέωση που έμελλε να γνωρίσει το 1983, αλλά και στη ρήξη με το κοινό του το 1989, με το «Κούρεμα». Από τη συστράτευση με την Αριστερά στην αποστασιοποίηση. Από τον αγαπημένο του φιλόλογο στο Γυμνάσιο, Δημήτριο Βαφειάδη, στους δασκάλους του, Μάνο Χατζιδάκι, Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, Αλέξανδρο Αινιάν και Ντόρα Μπακοπούλου. Από την τέχνη της συνύπαρξης στις δυσκολίες του γάμου και του πατρικού ρόλου και από την οικογένεια στην ευρύτερη οικογένεια των μουσικών. Δεν λείπουν οι οφειλόμενες συγγνώμες αλλά, πάνω από όλα, το σάλπισμα της γιορτής, καθώς ο Διονύσης Σαββόπουλος γιορτάζει με αυτό το βιβλίο, που αφιερώνει στη σύντροφο της ζωής του, Ασπα, τα ογδόντα του χρόνια.
ΑΠΟ ΤΟ 19ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«Αν καθίσω, θα γράψω, αλλά δεν θα είναι από την καρδιά μου»
Θα επιστρέψουμε στο 19ο κεφάλαιο του βιβλίου που έχει τίτλο «Δεν γράφω πια», όπου ο αγαπημένος τραγουδοποιός απαντάει σε αυτό που πολλοί του καταλογίζουν τα τελευταία χρόνια σημειώνοντας ακριβώς αυτήν την αποχή του από τη δημιουργία νέων τραγουδιών:
«Παλιά είχα ένα μπλοκάκι: μία σελίδα λευκή, μία σελίδα με πεντάγραμμα. Το κουβαλούσα επάνω μου και, όταν είχα κάποια ιδέα, κάποια έμπνευση, το έβγαζα από την τσέπη και σημείωνα είτε λίγες νότες στη σελίδα με τα πεντάγραμμα είτε κάποιο στιχάκι στη λευκή σελίδα. Καμιά φορά και τώρα, όταν μου κατεβαίνει μια ιδέα, απλώνω το χέρι να πιάσω το μπλοκάκι, αλλά το χέρι μένει στον αέρα, σαν να λέει: “Aσ’ το, δεν χρειάζεται”, σαν να είναι μάταιο. Πώς γίνεται αυτό;
O Σωκράτης έλεγε ότι μέσα μας κατοικεί ένα δαιμόνιο. Οταν θέλει, εμφανίζεται και τα λέει. Αφού πει ό,τι έχει να πει, αποσύρεται. Εκείνο αποφασίζει πότε βγαίνει, πότε κρύβεται.
Αν καθίσω, θα γράψω -την ξέρω τη δουλειά-, αλλά δεν θα είναι από την καρδιά μου. Δεν κάνει. Το δοκίμασα, πιστέψτε με…
Μετά τον “Χρονοποιό”, τον τελευταίο μου δίσκο στο έμπα του καινούργιου αιώνα, άρχισε να μ’ αρέσει ιδιαιτέρως να φτιάχνω προγράμματα και να τα παρουσιάζω μόνος μου ή με φίλους ομοτέχνους. Και μάλιστα, από τη στιγμή που σώπασε μέσα μου ο συνθέτης, άρχισα να τραγουδώ καλύτερα, γιατί πριν με ζάλιζε, μια “όχι έτσι”, μια “όχι αλλιώς”. Με ψάρωνε.
Κάνω ένα είδος “θεάτρου τραγουδιών”. Αυτό κάνω. Διαλέγω κάθε φορά τραγούδια ανάλογα με την εποχή και το κλίμα της. Τα βάζω σε μια σειρά, ώστε να δημιουργείται ένας κοινός τόπος του αισθήματος. Σαν έργο…».
«O τραγουδοποιός πρέπει να πλάθει τον κόσμο του. Να πραγματοποιεί με τον μουσικό του τρόπο το δικό του θέατρο του ενός και χαίρομαι που οι νεότεροί μας το έχουν πιάσει αυτό και το παλεύουν επιτυχώς: ο Μουζουράκης, ο Μαραβέγιας, η Καρακώστα, αλλά και, πολύ πιο πριν, η Τσανακλίδου, ο Δεληβοριάς…
Eτσι δουλεύουμε. Και όταν το έργο απαιτεί και άλλους συμπρωταγωνιστές στη σκηνή, μου δίνουν τα τραγούδια που θέλουν να πουν, διαλέγω, τα βάζω σε μια σειρά και το συζητάμε.
Eτσι δουλέψαμε με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στη “Σφεντόνα”, έτσι δουλέψαμε με τον Νίκο Παπάζογλου στον “Κεραμεικό”, με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στο “Πόλις” και στην “Ακτή Πειραιώς” με τον αξέχαστο Λαυρέντη μου, τον Μαχαιρίτσα. Hταν και ο Σάκης μας ο Μπουλάς και ο Γιαννάκης ο Ζουγανέλης…
Eν τω μεταξύ, καταπιάστηκα πάλι με την κωμωδία του Αριστοφάνη “Πλούτος” για την Επίδαυρο, για το Φεστιβάλ Αθηνών. Είχα ξαναπιάσει τον “Πλούτο” το 1985 για το Εθνικό θέατρο, με σκηνοθέτη τον Λούκα Ρονκόνι. Είχα γράψει τη μουσική και τα χορικά τότε, ενώ τώρα, το καλοκαίρι του 2013, ξανάγραψα και συμπλήρωσα τη μουσική, μετέφρασα το έργο και ανέλαβα τη σκηνοθεσία, γιατί το είχα μεγάλη όρεξη. Με βοήθησαν, όμως, και οι ηθοποιοί… Τους αγαπώ τους ηθοποιούς, πολύ τους αγαπώ. Eνα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι πέρασα μαζί τους, τότε…».
«Τα λέω τώρα όλα αυτά για να μη νομίζετε ότι τα μούντζωσα και ότι έπαψα να ζω “σμιλεύοντας τον χρόνο”, όπως έλεγε ο μέγας Ταρκόφσκι και θα μπορούσε να το λέει κάθε μαΐστωρ, κάθε μάστορας. Μικρός ή μεγάλος, δεν έχει σημασία. Χρονοποιοί είναι οι μάστορες. Καθένας έχει τα εργαλεία του για να σμιλεύει τον χρόνο.
Εγώ διάλεξα τις λέξεις. Τις λέξεις και τη μουσική τους. Είναι το δικό μου καλέμι “η χρονοποιός λέξη”. O Σκαμπαρδώνης μού έλεγε προχθές: “Πασχίζουμε, όσο μπορεί ο καθένας, να δώσουμε φως και νόημα στον χρόνο που μας χαρίστηκε”. Το λέω κι εγώ στο “Πρωτοχρονιές του Ραδιοφώνου”: Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα. Κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα…».
ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
«…ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο»
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: «Αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα, όμως, τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ενα παιχνίδι είναι. Ενα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό. Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση. Δ.Σ.».
Παρουσίαση στο Μέγαρο Μουσικής
Η παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του Διονύση Σαββόπουλου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδόσεις «Πατάκη») θα γίνει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος»), την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου στις 19.00. Ο Διονύσης Σαββόπουλος θα συζητήσει με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, Γιάννη Βακαρέλη, και τους συγγραφείς Σώτη Τριανταφύλλου και Γιώργο Σκαμπαρδώνη. Τη συζήτηση θα συντονίσει η Αννα Πατάκη. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας (Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη, Αθήνα).
Ειδήσεις σήμερα
Ο Μπάιντεν δίνει προληπτικά χάρη σε όσους επέκριναν τον Τραμπ
Σαν σημέρα πέθανε η χαρά του λαού – Ο «Τσάρλι Τσάπλιν» του ποδοσφαίρου
Στέφανος Κοκολογιάννης: H βεντέτα πίσω από τους πυροβολισμούς στο Ηράκλειο – Τι είχε συμβεί το 2012
Μαρίνα Σάττι: Θα παρευρεθεί στον ελληνικό τελικό για την Eurovision 2025; – Η αντίδραση της [βίντεο]