Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
«Ο Λεωνίδας»
Η ψιλή βροχή είχε γεμίσει τους δρόμους με νερά, που σαν ρυάκια γέμιζαν την άσφαλτο και σου δημιουργούσαν πρόβλημα να περάσεις. Οι πεζοί προτιμούσαν τη ζεστασιά των σπιτιών ή να πιούν τον καφέ τους σε κάποιο ήσυχο μέρος. Από τη βιτρίνα των καφέ απολάμβαναν τη βροχή – ή από το παράθυρο του μπαλκονιού οι γεροντότεροι. Είναι όμορφη η βροχή όταν δε βρέχεσαι ο ίδιος.
Ολα αυτά τα σκεφτόταν καθώς καθόταν σε μια άκρη σε ένα υπόστεγο και δε βρεχόταν. Είχε απλώσει ένα χαρτόκουτο και ένα πλαστικό για να μην κρυώνει. Ευτυχώς το κατάστημα που είχε στην πλάτη του είχε κλείσει εδώ και καιρό. Θύμα της κρίσης κι αυτό, όπως και τόσα άλλα. Είχε διαλέξει αυτό το μέρος γιατί απέναντι υπήρχε ένας φούρνος. Μπορούσε και επόπτευε τον κόσμο που έβγαινε από το κατάστημα και παρακολουθούσε την κίνηση. Οι περισσότεροι έπαιρναν ψωμί ή κάτι άλλο και έφευγαν. Υπήρχαν και μερικοί με μικρά παιδιά που τους αγόραζαν μια τυρόπιτα ή ένα ψωμί, που αρχικά το έτρωγαν, αλλά μετά δεν το ήθελαν και το πετούσαν στον κάδο που ήταν στην απέναντι πλευρά, δηλαδή μπροστά του. Για τον Λεωνίδα αυτός ο μποναμάς ήταν ο καλύτερος. Ετρωγε ζεστό το υπόλοιπο και ευλογούσε αυτούς που το άφησαν. Το έπιανε στα χέρια του και το έτρωγε με μυσταγωγία. Του έτρεχαν τα σάλια προτού ξεκινήσει να το φάει.
Δε σκεφτόταν καθόλου το παρελθόν του. Πού ήταν και πού έφτασε…
Είχε ένα σπίτι, μια μικρή επιχείρηση που έφτιαχνε ρούχα, και όλα πήγαιναν καλά. Κάποιος τον μούντζωσε και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες της παρακμής. Προσπάθησε να πάρει δάνεια. Εκλεισε τις τρύπες, μα για λίγο. Οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και οι τράπεζες θέλαν τα λεφτά τους. Χαρτιά έρχονταν και ζητούσαν πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει. Χρώσταγε στους εργαζόμενους και δεν μπορούσε να τους κοιτάξει στα μάτια. Και μια μέρα όπως οι άλλες ήρθε ο κόσμος ανάποδα. Η τράπεζα του σφράγισε την επιχείρηση. Το τέλος είχε έρθει.
Κόντεψε να του στρίψει. Ποιος να τον βοηθήσει; Η φίλη του η Μαριάννα; Οσο της αγόραζε δαχτυλίδια και αρώματα τόσο τον αγαπούσε. Τώρα τι να της πρόσφερε; Εξαφανίστηκε, όπως και όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί του. Του έδωσαν με το ζόρι κάποια δανεικά και αγύριστα και μετά σιωπή. Ξενοίκιασε το σπίτι όπου ζούσε και τώρα δεν είχε τίποτε. Πήγε να πεθάνει. Μάζεψε ρούχα, πράγματα από το σπίτι και τα πούλησε όσο όσο. Με τα λίγα χρήματα άρχισε τον αγώνα επιβίωσης. Να τρώει ό,τι έβρισκε και να πηγαίνει όπου άκουγε ότι μοίραζαν συσσίτιο. Πήγε σε εκκλησίες, στο Σαράφειο κολυμβητήριο, πήγε παντού για να φάει κάτι, να σταθεί στα πόδια του. Με μια κούτα στην πλάτη και ένα πλαστικό για να μην τον κλέψουν γύριζε σαν την έρημη κατάρα στους δρόμους. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει και τα ρούχα του ήταν άπλυτα. Γύριζε σε γειτονιές, έμενε σε διαφορετικά μέρη, μέχρι που κάποια στιγμή βρήκε αυτή τη θέση. Τον βόλευε και του άρεσε που έβλεπε το φούρνο απέναντί του. Οι μυρωδιές και η σκέψη ότι τις δοκίμαζε τον ταξίδευαν αλλού. Αλλά είχε και το μαρτύριο της πείνας.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Ετσι και σήμερα έψαξε τον κάδο και ένα βλέμμα απογοήτευσης κάλυψε το πρόσωπό του. Τι θα έκανε; Δάκρυσε γιατί δεν άντεχε την πείνα. Πήγε και κάθισε στο χαρτόκουτο όπου είχε τη βολή του. Αρχισε να ψάχνει με τα μάτια μήπως βρει την ελπίδα. Κοίταξε δίπλα του, κοίταξε απέναντι στον φούρνο και τότε πρόσεξε ότι ένας ηλικιωμένος που κρατούσε μερικές σακούλες μπήκε μέσα. Επειτα από λίγο βγήκε, φαίνεται κάτι είχε αγοράσει, μάλλον ψωμί, και ξεκίνησε να επιστρέψει σπίτι του. Κόσμο δεν είχε και ο φουκαράς κρατούσε με το ζόρι τις σακούλες. Βάδισε κάποια μέτρα προσεκτικά, γιατί είχε νερά. Κάπου πήγε να πέσει, αλλά ξαναβρήκε την ισορροπία του. Του έφυγε όμως από το χέρι μια χάρτινη σακούλα. Ο ηλικιωμένος κούνησε το κεφάλι και την άφησε στο πεζοδρόμιο. Ο Λεωνίδας τα έχασε. Ενώ το στομάχι του είχε φτάσει στην πλάτη από την πείνα, είχε μπροστά του ένα κελεπούρι. Κοίταξε γρήγορα απέναντι. Δεν είδε κανέναν. Επρεπε να προλάβει. Σηκώθηκε σαν ελατήριο, με αποφασιστικότητα. Να προλάβει. Ανοιξε τον διασκελισμό του και πέρασε από το πεζοδρόμιο στο πλάτωμα του δρόμου. Είχε πατήσει στην άσφαλτο όταν κάτι ακούστηκε και πλαφ τον έριξε κάτω. Μετά δε θυμόταν τίποτε. Ενα ασθενοφόρο τον μετέφερε στο νοσοκομείο και όταν άνοιξε τα μάτια του βρισκόταν σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Μια νοσοκόμα τού χαμογέλασε:
–Τυχερέ, τη γλίτωσες, του είπε.
Εκείνος τι να απαντήσει. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και ήρθε το φαγητό. Μια αχνιστή σούπα με κοτόπουλο. Πόσα χρόνια είχε να φάει τέτοιο γεύμα!
Η νοσοκόμα τον πλησίασε και του είπε:
-Ηρθε μια κοπέλα και θέλει να σας δει. Μπορεί να περάσει μέσα ;
Δεν κούνησε το κεφάλι καθόλου. Ούτε έδωσε σημασία.
Μια κοπέλα ήρθε κοντά του.
-Κύριε, σας ζητώ συγγνώμη για ό,τι έγινε.
Ο Λεωνίδας απόρησε. Η νοσοκόμα τού είπε ότι η κοπέλα ήταν η κόρη του ιδιοκτήτη του φούρνου που βρισκόταν απέναντι από εκεί που καθόταν.
-Αγαπητέ κύριε, έχω μάθει να αγαπώ τη ζωή και να σέβομαι τους ανθρώπους, το συζήτησα με τον πατέρα μου και μου είπε ότι μπορείτε να παίρνετε από εμάς δωρεάν το καθημερινό σας ψωμί. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε.
Ο Λεωνίδας αναθάρρησε και ευχαρίστησε την κοπέλα.
Επειτα κοίταξε έξω, προς το παράθυρο. Ο ουρανός είχε καθαρίσει και τα σύννεφα του έδιναν μια παράξενη ομορφιά. Εδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό του ότι θα επιστρέψει πάλι στην κανονικότητα. Αξιζε να προσπαθήσει για μια ακόμη φορά.