Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Μια οικογένεια από το πουθενά
«Η θερμοκρασία σήμερα θα ξεπεράσει τους σαράντα βαθμούς Κελσίου, συνίσταται η κατανάλωση υγρών και η παραμονή σε σκιερούς χώρους. Να αποφεύγονται οι άσκοπες μετακινήσεις και η παραμονή στον ήλιο…» ακούστηκε δυνατά και χωρίς παράσιτα από τα παλαιά ηχεία του γαλάζιου σκαραβαίου του 1965 η φωνή του εκφωνητή. Ο Λύσανδρος Γεωργίου χρησιμοποιώντας τον περιστροφικό λεβιέ στο εσωτερικό της πόρτας του αυτοκινήτου, ανέβασε το παράθυρο για να μπει στην καμπίνα αέρας από τη λεωφόρο Κυψέλης. Από τα διπλανά οχήματα επιβάτες και οδηγοί έστρεψαν μεμιάς τα βλέμματά τους παράξενα πάνω του. Οχι γιατί θαύμαζαν το συλλεκτικό του αυτοκίνητο, αλλά γιατί απορούσαν πώς με τέτοιο καύσωνα ο άνθρωπος οδηγούσε χωρίς κλιματισμό. Ο Λύσανδρος ζούσε μόνος του σε μια αρκετά μεγάλη μονοκατοικία, στην οδό Σκύρου στην Κυψέλη, με μια αυλή στο πίσω μέρος της, κληρονομιά που του άφησε ο συγχωρεμένος ο πατέρας του. Στα χρόνια που μεσολάβησαν τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή του ίδιου ή στο σπίτι των γονιών του μέσα ή έξω. Η πρόσοψη άβαφη και αφρόντιστη, τα έπιπλα παλιά ξύλινα με σκαλίσματα μιας άλλης εποχής. Ομως έξω από το σπίτι του τα πάντα ήταν διαφορετικά! Οι άνθρωποι στην οδό Σκύρου ήταν διαφορετικοί, είχαν αλλάξει. Οι άνθρωποι στα υπόλοιπα νησιά της Κυψέλης ήταν διαφορετικοί.
Τα σπίτια που εγκατέλειψαν οι Ελληνες αναζητώντας κάπου καλύτερα, ενοικιάστηκαν από Αραβες και έγχρωμους της υποσαχάριας Αφρικής. Δίγλωσσοι οι περισσότεροι μιλούσαν εκτός από την τοπική τους διάλεκτο και τα γαλλικά. Από το ανοικτό παράθυρο του σπιτιού του ο Λύσανδρος άκουγε άλλοτε αφρικανικές θυμωμένες διαλέκτους κι άλλοτε τη γαλλική γλώσσα, χωρίς όμως εκείνη την έντονη προφορά που χαρακτηρίζει τους Γάλλους όταν μιλούν. Δεν τον ενοχλούσε η αραβική ή αφρικανική παρουσία στη γειτονιά του, αφού άφηνε τους πάντες με τα προβλήματά τους έξω από το δικό του ζωτικό χώρο. Δεν τον ενδιέφεραν οι άλλοι, του αρκούσαν τα δικά του προβλήματα. Ακόμα και ελέφαντες αν κυκλοφορούσαν στην Κυψέλη, θα τον άφηναν αδιάφορο. Οι Αφρικανοί κυκλοφορούσαν στο δρόμο ντυμένοι με τα έντονα χρωματιστά ρούχα τους, οι γυναίκες με τουρμπάνια στο κεφάλι, πάντοτε αφήνοντας πίσω τους μια γραμμή από παιδιά που έκλαιγαν για κάποιο λόγο. Οι νέοι είχαν τα μαλλιά τους ράστα, έμοιαζαν περισσότερο με Τζαμαϊκανοί παρά για Αφρικανοί. Μιλούσαν όλοι μαζί ταυτόχρονα, προσπαθώντας ο ένας να καλύψει τη φωνή του άλλου.
Ο Λύσανδρος που γνώριζε γαλλικά από το σχολείο, μπορούσε να συνεννοηθεί χωρίς πρόβλημα. Ως χαρακτήρας αντιπαθούσε τους νεωτερισμούς, την ψηφιακή εποχή, το Διαδίκτυο και φυσικά κάθε είδους μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Ανθρωπος λιγομίλητος, είχε μόλις περάσει το μισό της έβδομης δεκαετίας της ζωής του, συνταξιούχος προ πολλού. Είχε εργαστεί επί σαράντα χρόνια ως αρχειοθέτης στα δικαστήρια. Η αρχειοθέτηση δεν ήταν για αυτόν εργασία, ήταν τρόπος ζωής. Φάκελοι, υποφάκελοι, δελτία ανεύρεσης, καρτελοθήκες, ευρετήρια, γκρι μεταλλικοί φοριαμοί, πρωτόκολλα και αριθμοί με πολλούς καθέτους ενδιάμεσα, που τακτοποιούσαν το χάος των υποθέσεων. Ηταν ο τελευταίος αρχειοθέτης της υπηρεσίας του και της γενιάς του. Υστερα από αυτόν τα πάντα ψηφιοποιήθηκαν. Το αρχείο που δούλευε επί τέσσερις δεκαετίες με τόση σχολαστικότητα, μπήκε σε κούτες γάλακτος και χαρτιών υγείας και στάλθηκε στο υπόγειο. Ελαβε το χαρακτηρισμό «νεκρό αρχείο» και κανείς δεν είχε πλέον τη διάθεση να ασχοληθεί με δαύτο. Οταν υπέβαλε την αίτηση για τη συνταξιοδότησή του κανείς δεν τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη να του πει «καλοφάγωτη», αδελφέ. Αντίθετα, οι υπάλληλοι κουνούσαν περιπαικτικά το κεφάλι τους λέγοντας ο ένας στον άλλον «τι να την κάνει τη σύνταξη αυτός; Μήπως έχει γυναίκα ή παιδιά να θρέψει; Μήπως έχει φίλους ή συγγενείς; Ασε, ρε φίλε, να πάει στο σπίτι του κανένας άλλος…». Μα και στη γειτονιά κανείς δεν γνώριζε να πει δύο κουβέντες για το ποιος ήταν ή τι έκανε. Ηταν αδιάφορος σε όλους. Στην εξωτερική του εμφάνιση φαινόταν πως ήταν άνθρωπος της καθημερινότητας, της μετριότητας και της συνήθειας. Τίποτα το έξαλλο ή το ακραίο. Δεν είχε κινητό τηλέφωνο και φορούσε πάντα γκρι σακάκι με παντελόνι, γαλάζιο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα. Διέθετε πέντε-έξι όμοια σύνολα, όλα γκρι, και καμιά δεκαριά γαλάζια πουκάμισα. Ετσι γλίτωνε το βάσανο της επιλογής. Τα παπούτσια του έμοιαζαν με το αυτοκίνητό του, πάντοτε καθαρά και λουστραρισμένα.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Είναι αλήθεια πως ο Λύσανδρος δεν είχε αποδεχθεί καμία από τις αλλαγές που η εποχή επέβαλλε. Εγραφε ακόμα με πολυτονικό και η γραφή του ήταν πραγματικό έργο τέχνης! Θυμόταν την προσπάθεια που έκανε τα πρώτα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια της ΟΥΝΡΑ, όπως αποκαλούσαν τα χρόνια της δεκαετίας του ’50, τότε που ο ξύλινος χάρακας του δάσκαλου έκανε τους αδιάβαστους να μαθαίνουν θαυματουργικά τους κανόνες τονισμού, τις οξείες, τις ψιλές, τις δασείες, τις περισπωμένες, χωρίς να χρειάζονται φροντιστήριο. Ακολουθούσε η χρυσή εποχή της εφηβείας, στην οποία η κρίση της ιερόδουλης για τις επιδόσεις τους ήταν σημαντικότερη και από το σχολικό τους έλεγχο. Τέλος, έφτανε ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας των 36 μηνών, στο τέλος της οποίας ήταν έτοιμοι να αποδοθούν ωφέλιμοι στην κοινωνία. Μόνο που κάποτε το σύστημα που είχε εκπαιδεύσει ολάκερες γενιές με το χάρακα, τις παρελάσεις και τους εβδομαδιαίους εκκλησιασμούς, αποφάσισε πως η γενιά του Λύσανδρου ήταν πλέον «νεκρή» και έπρεπε να τραβήξει προς το υπόγειο, όπως το αρχείο του. Αν μπορούσαν να το απέσυραν κι αυτόν σε κούτες γάλακτος θα το είχαν ήδη κάνει…
Στη νέα πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί ο Λύσανδρος καταλάβαινε πως η εργασία του, ο κόσμος του, τα πιστεύω του, η ηθική του, αποτελούσαν πλέον νεκρές έννοιες σωζόμενες σε παλαιά βιβλία, που έτσι κι αλλιώς η ψηφιοποίηση σύντομα θα τα εξαφάνιζε. Δεν μπορούσε όμως να πενθεί για ένα κόσμο που είχε χαθεί. Αντί δακρύων και πένθους για το παρελθόν που σπαταλήθηκε άδικα, προτίμησε να περιμαντρωθεί στον δικό του ασφαλές περιβάλλον. Οταν δεν διάβαζε, του άρεσε να ασχολείται με τον κήπο του στο πίσω μέρος του σπιτιού του. Δεν είχε φυτεμένα λουλούδια ή άλλα ανθοφόρα φυτά, παρά μόνο ματσάκια δυόσμο, δενδρολίβανο, ρίγανη, θυμάρι και μέντα. Του άρεσαν οι μυρωδιές τους, του θύμιζαν τα παιδικά του χρόνια, οικογενειακά τραπέζια και εορταστικές συνάξεις.
Ο περίεργος παρατηρητής της καθημερινότητας του Λύσανδρου, είναι αλήθεια πως δεν θα κατάφερνε να βρει τίποτα το περιπετειώδες, τίποτα το έντονο στη ζωή του. Δεν είχε σημειώσει σπουδαία κατορθώματα, δεν ήταν άνθρωπος κοινωνικός, δεν είχε πολλούς φίλους, διάνυσε μια μάλλον ακύμαντη και αδιάφορη ζωή. Ο κόσμος του έκλεινε τη μια μέρα κι άρχιζε την επομένη πάντα με τον ίδιο βηματισμό.
Μέχρι που ένα πρωινό βροντούσε μανιωδώς η εξώπορτα του σπιτιού του. Μια νεαρή γυναίκα από το Μάλι του φώναζε μισά γαλλικά μισά Μπαμπαρά, σαν να ήταν σίγουρη πως ο Λύσανδρος θα καταλάβαινε. Αυτή τη γυναίκα που ζούσε στο απέναντι διαμέρισμα, ένα υπερυψωμένο ισόγειο με ανύπαρκτα μπαλκόνια, ο Λύσανδρος την είχε προσέξει και παλαιότερα. Την έβλεπε να επιστρέφει στο σπίτι της φορτωμένη με το καρότσι της λαϊκής, ακολουθούμενη από ένα κορίτσι αδύνατο και καχεκτικό σαν την ίδια.
Εσείς έχετε αυτοκίνητο! Να αυτό εδώ, είπε και του έδειξε το πεντακάθαρο, γυαλισμένο παλαιό αυτοκίνητό του που ήταν σταθμευμένο έξω ακριβώς από την πόρτα του.
Η κόρη μου πρέπει να πάει γρήγορα νοσοκομείο. Μη χάνουμε χρόνο, πάμε!…
Ο Λύσανδρος που μέτραγε τις κινήσεις της καθημερινότητάς του, δεν κατάλαβε πώς βγήκε από το σπίτι του χωρίς τη γραβάτα του, πώς βρέθηκε να οδηγεί το συλλεκτικό πατώντας του το γκάζι μέχρι τέρμα, με τις δύο γυναίκες από το Μάλι, μάνα και κόρη, στο πίσω κάθισμα. Πέρασε σηματοδότες, καβάλησε μέχρι και πεζοδρόμια… Στο νοσοκομείο έτρεξε για να πιάσει τους γιατρούς να κοιτάξουν το κορίτσι, Ράφα την έλεγαν. Η διάγνωση; Σκωληκοειδής απόφυση που έπρεπε οπωσδήποτε να αφαιρεθεί. Κατέβαλε τα έξοδα που προέκυψαν, ενώ καθημερινά επισκεπτόταν τις δύο Αφρικανές, άλλοτε με άνθη και γλυκά κι άλλοτε με φαγητό για τη μητέρα της, την Αΐσα, που έμενε ολομερής πλάι στην κόρη της. Ο άνδρας της, ο Βενιαμίν, πάλευε κάπου στη Βόρεια Αφρική να βρει τρόπο να περάσει τη Μεσόγειο, να έρθει να τους συναντήσει και να ξαναγίνουν οικογένεια όπως ήταν παλιά στο Μάλι. Η Αΐσα αδυνατούσε να γεμίσει το κενό της απουσίας του όσο σκληρά κι αν εργαζόταν. Τα έξοδα της Ράφα ήταν πολλά… Χρειαζόταν βοήθεια με τη γλώσσα, τα φροντιστήρια, τα σχολικά είδη, την ανάγκη για υπολογιστή και όλα εκείνα που πλαισιώνουν το διάκοσμο μιας έφηβης μαθήτριας. Ο Λύσανδρος τα ανέλαβε όλα! Οικονομίες σαράντα ετών για το αυτοκίνητο που δεν άλλαξε, για το σπίτι που ουδέποτε επισκευάστηκε, για τα έπιπλα που δεν αντικατέστησε, για τα ρούχα που δεν αγόρασε, για τις εκδρομές που δεν πήγε, για τη ζωή που δεν έζησε. Παραχώρησε δύο δωμάτια στο σπίτι του όπου εγκαταστάθηκαν η Αΐσα και η Ράφα. Αγόρασε υπολογιστή στο κορίτσι, που με τη σειρά του του έμαθε πώς να τον χρησιμοποιεί. Το σπίτι απέκτησε ζωή με τους φίλους της Ράφα από το Καμερούν, το Μάλι και τη Σενεγάλη συχνά να την επισκέπτονται και να ακούνε μουσική. Τα μυρωδικά του κήπου του Λύσανδρου δεν έμεναν πλέον άκοπα στα παρτέρια τους. Μετατράπηκαν σε καρυκεύματα για όλα εκείνα τα παράξενα φαγητά με τις αλλόκοτες γεύσεις που σερβίρονταν καθημερινώς στα πιάτα τους. Τα χαμένα οικογενειακά τραπέζια του μακρινού παρελθόντος έγιναν και πάλι πραγματικότητα. Το σπίτι καταλήφθηκε από μυρωδιές, από φωνές, από τραγούδια και πηγαινέλα ανθρώπων.
Ο Λύσανδρος έμαθε πως το Μάλι ήταν μια από τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη. Τα απανωτά πραξικοπήματα επί χρόνια, βύθισαν τη χώρα στο χάος. Ανταρτοπόλεμοι και τρομοκρατικές επιθέσεις κατά αμάχων καταγράφονταν καθημερινώς εξαιτίας θρησκευτικού, φυλετικού ή εθνικού μίσους ή απλά για την επικράτηση ντόπιων πολεμάρχων. Οι οικογένειες έκρυβαν τα παιδιά σε κρύπτες και σε υπόγεια για να μη τα βιάσουν ή ακόμα χειρότερα τα στρατολογήσουν. Οταν τα έβρισκαν στις κρυψώνες τους, τα ανάγκαζαν πρώτα να σκοτώσουν τους γονείς τους για να αποδείξουν την πίστη τους στο νέο αρχηγό. Εκατομμύρια πληθυσμού είχαν άμεση εξάρτηση από τρόφιμα και φάρμακα της ξένης βοήθειας, που κατέληγαν όμως μυστηριωδώς να διακινούνται από τις διάφορες ένοπλες ομάδες. Τυχεροί μόνο όσοι κατάφεραν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ανάμεσά τους η Αΐσα και η Ράφα που έφτασαν στην Ελλάδα. Η Κυψέλη στάθηκε για αυτούς και για πολλούς άλλους, η γειτονιά που ποτέ δεν είχαν. Το σπίτι του Λύσανδρου έγινε το σπίτι τους. Τα πάντα μεταμορφώθηκαν, απέκτησαν φως, χρώμα, οσμή, γεύση και νόημα. Μέχρι που ο Λύσανδρος απέκτησε και κινητό τηλέφωνο! Κάποτε με ενέργειες του Λύσανδρου κατάφερε να φτάσει και ο Βιεναμίν και έτσι η οικογένεια επανασυνδέθηκε όπως παλιά, έχοντας όμως ένα μέλος περισσότερο. Τον Λύσανδρο!
Ο περίεργος παρατηρητής της καθημερινότητας του Λύσανδρου, είναι αλήθεια πως δεν θα κατάφερνε να βρει τίποτα το ανιαρό, τίποτα το μη ουσιώδες στη ζωή του. Είχε σημειώσει σπουδαία κατορθώματα, ήταν άνθρωπος κοινωνικός, είχε πολλούς φίλους, διάνυσε μια γεμάτη νοήματα και ζωή πλήρης συναισθημάτων. Ο κόσμος του έκλεινε τη μια μέρα κι άρχιζε την επομένη πάντα γεμάτη από ελπίδα, αγάπη και ενσυναίσθηση για τους άλλους.