Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Η Συμμορία του Μεσημεριού
Γράφει ο Γιώργος Ι. Βοϊκλής
Καθισμένος στον καναπέ μου βλέπω για μία ακόμη φορά στην τηλεόραση μια ασπρόμαυρη ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, γυρισμένη στις γειτονιές της Αθήνας στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Και γυρνάω με τη φαντασία μου εξήντα πέντε χρόνια πίσω, στον καιρό που 14χρονος έφηβος περιδιάβαινα καθημερινά τους δρόμους της παρέα με τους συνομήλικούς μου «Γαβριάδες» του κέντρου της πρωτεύουσας.
Οι περισσότεροι ήταν συμμαθητές μου στο 9ο Νυχτερινό Γυμνάσιο της οδού Λιοσίων. Ηταν, όμως, κι άλλοι, που δεν πήγαιναν σχολείο.
Ολοι μαζί αποτελούσαμε μια ανομοιόμορφη μεν, αλλά διακριτή κοινωνική ομάδα. Κάποιοι δουλεύαμε σε μαγαζιά και εργαστήρια, οι περισσότεροι όμως ήταν μικροπωλητές, λαχειοπώλες, λουστράκια και κουλουράδες. Αρκετοί ήταν «μικροί για όλες τις δουλειές», που έκαναν κάθε είδους θελήματα και τριγυρνούσαν κυρίως γύρω απ’ τη Βαρβάκειο Αγορά της οδού Αθηνάς. Στην παρέα μας ήταν και μερικά κορίτσια, που δεν τα ξεχωρίζαμε ακόμη τότε από τα αγόρια.
Η ομαδική δράση μας άρχιζε το μεσημέρι, μετά τη μιάμιση, που έκλειναν τα μαγαζιά, και τελείωνε στις πέντε το απόγευμα, που ξανάνοιγαν. Αυτή ήταν η ώρα που όλοι, σχεδόν, έκαναν διάλειμμα, καθώς αραίωνε η κίνηση στο κέντρο της Αθήνας.
Για όσους δεν πήγαιναν σχολείο, πρέπει να υπήρχε και συνέχεια μετά τις οχτώ το βράδυ, που εμείς οι «νυχτερινοί μαθητές» ήμασταν στο σχολείο. Μια συνέχεια, μάλιστα, που θα πρέπει να ήταν πιο πονηρή, λόγω του σκοταδιού που απλωνόταν στους ελάχιστα φωτισμένους δρόμους.
Εκείνο τον καιρό δούλευα σε μια έκθεση επίπλων που βρισκόταν στη γωνία των οδών Πατησίων και Χαλκοκονδύλη. Το αφεντικό μου, ένας αγαθός άνθρωπος από τη Σαντορίνη, Μάρτυρας του Ιεχωβά, όταν τέλειωνα τις δουλειές μου στην έκθεση, με έστελνε στο υπόγειο, όπου ήταν το εργαστήριο, «για να διαβάσω τα μαθήματά μου», όπως μου έλεγε. Εγώ, βέβαια, αντί για τα μαθήματά μου, διάβαζα «Μάσκα» και «Μασκούλα».
Το μεσημέρι, όταν έκλεινε το μαγαζί και το αφεντικό έφευγε για το σπίτι του, μέναμε με τον «μάστορα» στο υπόγειο, γιατί δεν προλαβαίναμε να πάμε στα σπίτια μας, εκείνος στη Δραπετσώνα κι εγώ στο Περιστέρι. Δεν μας περίσσευαν, άλλωστε, τα λεφτά για τα εισιτήρια.
Ετρωγα στα γρήγορα το φαγητό που μου είχε βάλει το πρωί η μάνα μου στο κατσαρολάκι, που ήταν τυλιγμένο μαζί με το ψωμί στην καρό πετσέτα, και έπαιρνα τους δρόμους για να συναντήσω τους φίλους μου, τη «Συμμορία του Μεσημεριού», όπως μας έλεγαν.
Οχι πως κάναμε κάτι παράνομο, όπως οι «Συμμορίες της Νέας Υόρκης». Οι δραστηριότητές μας ήταν ανώδυνες: ανεβοκατεβαίναμε τις κυλιόμενες σκάλες της Ομόνοιας, τις τεμπελόσκαλες όπως τις έλεγε ο πατέρας μου, καινούργιο «φρούτο» εκείνη την εποχή. Χαζεύαμε τις φωτογραφίες στις προθήκες των λαϊκών κινηματογράφων -του «Νέου Ροζικλαίρ» και του «Αλάσκα» της Πατησίων και των «Νέα Ελλάς» και «Αθηναϊκόν» της οδού Αθηνάς, που έπαιζαν δύο ταινίες, μία καουμπόικη και μία γκανγκστερική. Αλλά και των «σοβαρών», όπως το «Κοτοπούλη» στην Ομόνοια, το «Ιντεάλ», το «Τιτάνια» και το «Rex» στην Πανεπιστημίου, και τα «Αστυ» και «Εσπερος» ψηλά στη Σταδίου. Και ψηφίζαμε τους αγαπημένους μας ηθοποιούς. Στους άντρες πλειοψηφούσε ο Μάρλον Μπράντο και στις γυναίκες η Μέριλιν Μονρόε.
Τις περισσότερες φορές καταλήγαμε στο Πεδίον του Αρεως να παίζουμε ποδόσφαιρο στα ξέφωτα και στις αλάνες, με την μπάλα που έπαιζαν παιδιά της περιοχής πριν κάνει «κατάληψη του χώρου» η «συμμορία» μας.
Και μετά καθόμασταν ιδρωμένοι στα παγκάκια να ανασάνουμε και λέγαμε ο ένας στον άλλον τα όνειρά μας.
Δεν ήταν μεγάλα, μακρινά όνειρα. Εφταναν μέχρι το τι θα κάνουμε όταν απολυθούμε από φαντάροι.
Κοινό μας όνειρο: μια δουλειά με καλό μεροκάματο ή, ακόμη καλύτερα, μια δική μας δουλειά, «για να μην έχουμε κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι μας». Ενα σπίτι με ραδιόφωνο, για ν’ ακούμε τη Μαριάννα Χατζοπούλου και τον Στέλιο Καζαντζίδη να τραγουδάνε. Ενα ποδήλατο, για να πηγαίνουμε τις Κυριακές του καλοκαιριού για μπάνιο στο Εδεμ και τον Σκαραμαγκά. Κι ένα κορίτσι, βέβαια, που να το ερωτευτούμε και να μας ερωτευτεί.
Η τελευταία εικόνα της μέρας από το κέντρο της Αθήνας ήταν το βράδυ, μετά το σχόλασμα του σχολείου στις 10:30. Ο συντομότερος δρόμος απ’ τη Λιοσίων μέχρι την αφετηρία των λεωφορείων του Περιστερίου, στην Αγίου Κωνσταντίνου, ήταν η οδός Ακομηνάτου, διάσημη «πιάτσα» εκείνη την εποχή.
Από τις πόρτες των «σπιτιών» με τα κόκκινα φωτάκια ακούγαμε το κάλεσμα των «σειρήνων της στεριάς»:
- Αγοράκι, έλα να σου δώσει η μαμά το γαλατάκι σου!
Σκύβαμε το κεφάλι και επιταχύναμε το βήμα, γιατί δεν ήμασταν δεμένοι στο κατάρτι, όπως ο ομηρικός Οδυσσέας.
Στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας περπάτησα στα χρόνια που ακολούθησαν, μαζί με χιλιάδες άλλους, στις διαδηλώσεις για το «114», στις κηδείες του Γρηγόρη Λαμπράκη και του Σωτήρη Πέτρουλα και στους εορτασμούς της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου μετά το 1974.
Στις ίδιες γειτονιές ζήσαμε και μεγαλώσαμε τα παιδιά μας.
Μόνο που το εφηβικό μας όνειρο έγινε εφιάλτης: οι πολυκατοικίες της «αντιπαροχής» έχουν αντικαταστήσει τα σπίτια με τις αυλές και έχουν καταλάβει κάθε ελεύθερο χώρο. Τα αυτοκίνητα έχουν κατακλύσει τους δρόμους και τις πλατείες. Οι άνθρωποι περπατάνε σαν κυνηγημένοι και κλείνονται στα διαμερίσματά τους. Και τα εγγόνια μας, κλεισμένα στα δωμάτιά τους, ψάχνουν τη ζωή μέσα απ’ τους υπολογιστές, τα τάμπλετ και τα κινητά τους.
Οσο για μας, ξαναζούμε τα φτωχά αλλά τόσο όμορφα εφηβικά μας όνειρα βλέποντας για άλλη μια φορά τις παλιές ελληνικές ταινίες.