Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Λόφος Σκουζέ – Κολωνός: Πορεία ζωής
Δεν ξέρω με ποια κριτήρια και ποια στιγμή αποφάσισαν οι γονείς μου να μείνουμε σε νοικιάρικο ισόγειο, στην οδό Ισμήνης 72, κάτω από το λόφο Σκουζέ και να γραφτώ στο 57ο δημοτικό σχολείο, πάνω στο λόφο Κολωνού.
Προφανώς τη μετεμφυλιακή εκείνη εποχή κυριαρχούσε η σκέψη οι ένθεν/κακείθεν «ομοϊδεάτες» να εγκαθίστανται στην ίδια περιοχή, ώστε ν’ αλληλοπροστατεύονται από τα μίση και τα πάθη.
Σε κάθε περίπτωση τα έξι με επτά χρόνια που έμεινα στην οδό Ισμήνης, απέναντι από μία μεγάλη αλάνα, όπου σαν στεφάνι είχε τον Αγιο Αιμιλιανό, που δέσποζε στο λόφο Σκουζέ, ήσαν ήσυχα. Οι τότε εικόνες από τη συνοικία δεν ήταν δυνατό να ερμηνευτούν από ένα παιδί, όπως π.χ. γιατί κάποιες κυρίες ήσαν μαυροφορεμένες, γιατί μερικοί γείτονες δεν είχαν χέρια και πόδια, γιατί πολλά κτίρια είχαν βομβαρδιστεί, γι’ αυτό και όλα αυτά δεν αποτελούσαν καν μέρος της φαντασίας μου.
Το ισόγειο, όπου μέναμε, διέθετε μία αυλή στην πίσω πλευρά του, στην οποία βρισκόταν ένα μικρό κοτέτσι με τρεις τέσσερις κοτούλες. Μία μέρα που η μικρή βεράντα ήταν γεμάτη νερά γλίστρησα και χτύπησα στο μάτι και «σώθηκα» γιατί η ιδιοκτήτρια του σπιτιού είχε τηλέφωνο [σπάνιο είδος για εκείνα τα χρόνια] και ειδοποιήθηκε το Α’ Βοηθειών. Στη μητέρα μου είπα κλαίγοντας να μη στεναχωριέται, αφού «ως μονόφθαλμος δεν θα παντρευόμουνα». Τελικά σώθηκαν και τα δύο μου μάτια, με κάτι ράμματα και ουλές, κι έτσι συνέχιζα να χαζεύω ανθρώπους και σπίτια.
Το σχολείο, δεκαπέντε λεπτά με τα πόδια από το σπίτι, είχε εγκατασταθεί σ’ ένα κτίριο-συγκρότημα, που πρόσφατα κρίθηκε διατηρητέο από την ΟΥΝΕΣΚΟ.
Με τη βελόνα του πικάπ: Κύκλοι τραγουδιών της Λίνας Νικολακοπούλου στο Major Seven
Ημουνα καλός μαθητής, όπως και πολλοί άλλοι που διέπρεψαν μετά στην επιστημονική/επαγγελματική ζωή, καθώς όλοι ήθελαν να βγουν από τη φτώχεια και τη μιζέρια.
Θυμάμαι τα συσσίτια της ΟΥΝΡΑ [κίτρινο τυρί που μου μύριζε], το ποδόσφαιρο στην αυλή με μπάλα φτιαγμένη με κουρέλια, τις δασκάλες [χήρες και οι δύο], ένα δάσκαλο που δεν γελούσε ποτέ [μετά από χρόνια έμαθα πως ήταν Μακρονησιώτης].
Τον ελεύθερο χρόνο μπροστά από το σπίτι της οδού Ισμήνης παίζαμε δίτερμα στην αλάνα ,πλάι από το σπίτι του μετέπειτα πρέσβη Γεννηματά. Επίσης παίζαμε με τις πολύχρωμες γκαζές και τους σιδερένιους βώλους [κυρίως «κωλόμπαζο»], τσιγκάκια στο ρείθρο του πεζοδρομίου ή και κυνηγητό, μιας και σπανίως περνούσε κάποιο αυτοκίνητο από τους δρόμους. Ηταν πολύ νωρίς για έρωτες ή για οποιαδήποτε «περιπέτεια», οπότε με τις χαπά-χούπες και τα Μικυ Μάους ονειρευόμασταν έναν όμορφο κόσμο [που αργότερα καταλάβαμε ότι δεν υπάρχει].
Από το δρόμο άκουγα τη φωνή του γαλατά, τη μηχανή του πωλητή πάγου, ενώ συχνά άφηνα το μολύβι κι έτρεχα στην εξώπορτα για να θαυμάσω την αρκούδα που χόρευε.
Δεν πήγαινα σε όλες τις σχολικές εκδρομές, ούτε στο κατηχητικό του Αγίου Αιμιλιανού [αν και τώρα κάθε 17 Ιουλίου παρευρίσκομαι στη λιτανεία], ενώ η ανταμοιβή μου, για κάποιο διαγώνισμα που αρίστευα, ήταν μία μερίδα γύρος με κρεμμύδι από την οδό Δώρου που μου έφερνε ο δικηγόρος πατέρας μου ή μία ταινία στο θερινό σινεμά της περιοχής, που με πήγαινε η μητέρα μου.
Τις Απόκριες ντυνόμουνα ναύαρχος ή καουμπόι και ανεβαίναμε οικογενειακώς στο λόφο του Σκουζέ, για να βγάλουμε αναμνηστικές φωτογραφίες [οι περισσότερες από τις οποίες ακόμα κοσμούν το σχετικό άλμπουμ] και τις Κυριακές ταξιδεύαμε μέχρι το Χαλάνδρι για να φάμε με κάποιους συγγενείς.
….
Ολα όσα βίωσα εκείνη την εποχή στον Κολωνό και στο Σκουζέ διαμόρφωσαν την προσωπικότητά μου. Εμαθα να μη χτυπάω τον πεσμένο αντίπαλο, να μη ρωτάω το φίλο μου τι δουλειά κάνει ο πατέρας του, να μην αποφεύγω τον «κακό συμμαθητή», να μην κλέβω τους βώλους του άλλου.
……
Σήμερα που επισκέπτομαι αρκετά συχνά τη συνοικία των παιδικών μου χρόνων πολλά πράγματα μου είναι εντελώς ξένα. Δεν αναφέρομαι στις πολύχρωμες πολυκατοικίες που κατέλαβαν τις αλάνες, ούτε στα πολυπολιτισμικά καταστήματα.
Χάθηκε, όπως άλλωστε κι από τις περισσότερες γειτονιές της Αθήνας, η αυλή, το γιασεμί, τα ταβερνάκια με το κρασί και το μεζέ. Μόνο το 57ο σχολείο μας μένει όρθιο και σχεδόν αναλλοίωτο για να μην ξεχνάμε από πού ξεκινήσαμε το ταξίδι της ζωής.
Μολονότι, όποτε είναι δυνατό, κάθε πρώτη Δευτέρα του μηνός συναντιόμαστε σε στέκια των Σεπολίων οι παλιοί συμμαθητές, τίποτα δεν είναι ίδιο, ούτε άλλωστε θα μπορούσε [ή θα έπρεπε] να είναι.
Ομως ό,τι είμαι κι ό,τι έγινα στη ζωή το χρωστάω σε αυτά τα χρόνια στον Κολωνό και στο λόφο Σκουζέ, που μαζί με τα μεταγενέστερα χρόνια στο στρατό και κυρίως στην Κομοτηνή ,γαλβάνισαν την κοσμοθεωρία ενός ανθρώπου, ο οποίος όσα κι αν πέτυχε στην κοινωνική του σταδιοδρομία παρέμεινε «ένα παιδί της αλάνας».